Σελίδες

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Ο ΟΡΚΟΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ


Γονατιστός Γέροντας καί μέ τό κεφάλι τελείως γερμένο στε νά κουμπ στό δαφος τρανταζόταν πό τούς λυγμούς. Πύρινα τά δάκρυά του χύνονταν στό χμα το κελιο του χοντας σχηματίσει δη μιά μικρή λίμνη πό λάσπη. Μά δέν τολμοσε νά ψώσει τό κεφάλι καί νά ντικρύσει τήν γλυκιά μορφή τς Υπεραγίας Θεοτόκου πού δέσποζε στό εκονοστάσι του κρατώντας τόν μικρό Χριστό.

Κύριε Ιησο Χριστέ, λέησόν με. Υπεραγία Θεοτόκε, σσόν με, ψέλλιζαν διαρκς τά χείλη του. Βοήθα με, Παναγιά μου. Δέν ντέχω λλο τόν πειρασμό. Νιώθω τόσο βρωμερός νώπιόν Σου καί νώπιον το Κυρίου καί Θεο μου.

Σταμάτησαν κάποτε ο λυγμοί καί τά δάκρυα. Ο Γέροντας σηκώθηκε ργά, μά δέν τόλμησε γιά μιά κόμη φορά νά κοιτάξει πρός τήν Παναγία Μητέρα το Κυρίου καί τόν Ιδιο. Το φαινόταν τι Ορανός ταν κλειστός πέναντί του. Αμέτοχος σέ ,τι διαδραματιζόταν στήν ψυχή, λλά καί στό σμα του. Η νίσχυση πού περίμενε δέν ρχόταν.

Εσυρε τά βήματά του καί σκέφτηκε νά πάρει καί πάλι να ξύλο πού χε μαζέψει στό φτωχικό κελί του καί νά κτυπήσει τό σμα του. Η πύρωση τς σάρκας πού εχε ξεκινήσει δ καί κάποιο καιρό τόν εχε τρομοκρατήσει καί βλέποντας τήν διάρκειά της τόν εχε σχεδόν καταβάλει.

Μά δέν εναι δυνατόν στήν λικία μου νά χω τέτοιους λογισμούς γιά γυναίκα καί νά εμαι τόσο ξαναμμένος στήν σάρκα! σκεφτόταν καί ξανασκεφτόταν διαρκς. ῾᾽Ασφαλς πρόκειται γιά δαιμονική πίθεση. Γιά πειρασμό το διαβόλου.

Αξησε πό τήν ρα πού ξεκίνησε σαρκική πύρωση τούς σκητικούς του γνες. Ηδη βεβαίως τρωγε λάχιστα, φότου δ καί πολλά χρόνια εχε ποσυρθε σέ μιά σπηλιά πού κανε κελί του στό ρος τν Ελαιν. Τό γεγονός τι βρισκόταν σέ μιά περιοχή πού εχαν γιάσει διος Κύριος καί Παναγία Μητέρα Του τόν κανε κάθε φορά νά νιώθει διαίτερα ελογημένος καί τά κατανυκτικά δάκρυα νά μήν τόν γκαταλείπουν σχεδόν καθόλου. Εχε ποφασίσει νά μείνει κε μέχρι τό τέλος τς ζως του καί μάλιστα χωρίς ποτέ νά βγε πό τήν σπηλιά. Η ζωή το γκλειστου σκητ ταν κείνη πού τόν εχε θέλξει καί λειτουργοσε ς ραμα καί στήν δική του ζωή. Καί πράγματι γιά πολλά χρόνια βρισκόταν κε κι φήμη του ς γκλειστου ρχισε νά πλώνει. Πολλοί νέβαιναν στόν τόπο πού σκετο, φέρνοντάς του μερικά παξιμάδια καί χόρτα ς φαγητό,  πικαλούμενοι πιπλέον νοερά τίς εχές του. ῾῞Ενας τέτοιος νθρωπος φιερωμένος στόν Θεό σφαλς θά χει μεγάλη παρρησία σ Ατόν ταν λογική σκέψη τν καλν νθρώπων. Κι βλεπαν τό ποτέλεσμα μεσα στήν ζωή τους. Πολλά πό τά προβλήματά τους πιλύονταν μέ τήν πίκληση τν εχν το Γέροντα.


Ο Γέροντας περιόρισε κόμη περισσότερο τό λιτότατο φαγητό του. Ετρωγε πιά μιά φορά τήν βδομάδα λίγα παξιμάδια καί χόρτα, ν ο γονυκλισίες καί ο γρυπνίες του πολλαπλασιάστηκαν. Κάποιες φορές κτύπησε καί τό σμα του. Ηλπιζε τι μέ τόν τρόπο ατόν σαρκικός πειρασμός θά φευγε. Μάταια μως. Η πύρωση στήν σάρκα του χι μόνον δέν φευγε, λλ αξανόταν λοένα καί περισσότερο. Ο δαίμονας τς πορνείας κανε καλά τήν δουλειά του. Ποιός ξέρει ποιά δίοδο κενοδοξίας βρκε στόν μεγάλο γωνιστή καί σκητή καί το δωσε τό δικαίωμα τέτοιου πειρασμο του!
Ο πειρασμός το Γέροντα δυστυχς μέ τόν καιρό γινόταν πικίνδυνος. Οχι γιατί ξακολουθοσε νά φίσταται, λλά γιατί Γέροντας ρχισε νά παρουσιάζει σημάδια παραίτησης καί πελπισίας. Μιά μέρα μάλιστα πού πίθεση το πονηρο γινε πολύ σφοδρή, πού Γέροντας ρθιος πηγαινοερχόταν μέσα στό μικρό κελί του χωρίς νά ξέρει τί νά κάνει γιά νά κατευνάσει τό ξάναμμα τς σάρκας του, ρχισε νά χάνει τό κουράγιο του.

Ξέσπασε. ῾῾Ως πότε, πονηρέ καί ρχέκακε, θά μέ πολεμς; Ποτέ δέν θά ποχωρήσεις; Γέρασα πιά, μαράθηκε τό σμα μου, γι ατό σο δίνω κι γώ ντολή νά γεράσεις κι σύ μαζί μου. Φύγε, σαταν. Υπαγε πίσω μου

Σάν νά κουσε να μικρό γέλιο πίσω του Γέροντας. Ξαφνιάστηκε κι στρεψε τό κεφάλι του πό τήν μεριά πού κούστηκε. Πάγωσε τό αμα στίς φλέβες του. Μπροστά του φθαλμοφανς στεκόταν τό πονηρό πνεμα, μαρο στήν ψη καί μάτια κόκκινα γεμάτα πό ταραχή.

Γέρο, κουσε νά το λέει. Δέν ξέρεις τι μες δέν γερνμε; Ποτέ δέν πρόκειται νά σταματήσω πέναντί σου τόν πόλεμο. Μέχρι νά πεθάνεις, δέν θά σέ φήσω σέ συχία. Εσαι τό θήραμά μου καί θά σέ καταπίνω σιγά σιγά. Θά σέ ταλαιπωρ συνέχεια. Εμαι πολύ πιό σχυρός πό σένα. Κι π ,τι βλέπεις..., φησε πονηρός νά σέρνεται φράση του, ῾ἀπ ,τι βλέπεις, δέν χεις κανένα σύμμαχο. Εγώ κι σύ εμαστε.

τρόμος καί πανικός ρχισαν νά καταβάλλουν τόν σκητή. Τό δόλωμα τν λόγων το πονηρο πνεύματος σάν νά πιαναν τόπο στήν κουρασμένη ψυχή του.

῾῞Ομως, κούστηκε καί πάλι συριχτή φωνή το δαίμονα, ῾ἐπειδή σέ λυπμαι, πάρχει τρόπος νά παλλαγες πό μένα. Στό χέρι σου εναι. Επε καί περίμενε.

Τί ναι ατό; επε ντελς ξέψυχα Γέροντας. Μέ ποιόν τρόπο θά μέ φήσεις πιτέλους συχο; Φαινόταν παραδομένος.

Θέλω νά μο ρκιστες βέβαια τι ατό πού θά σο π δέν θά τό πες σέ κανέναν πολύτως. Καί σο πόσχομαι τι δέν θά σέ ξαναπολεμήσω λλο.


Χωρίς νά πολυσκεφτε γκλειστος σκητής, μπροστά στήν παλλαγή το ξουθενωτικο πολέμου του, σπευσε νά συμφωνήσει.Ο ρκος του κούστηκε φρικτός.

Μά Ατόν πού κατοικε στούς ορανούς δέν θά π σέ κανέναν σα μο πες.

Σάν νά το φάνηκε τι τρεμόπαιξε τά σκοτεινά μάτια του πονηρός στό μίφως το κελιο, πού φωτιζόταν γλυκά πό τό καντήλι πού καιγε μπροστά στήν εκόνα τς Παναγίας τς Γλυκοφιλούσας. Δέν γύρισε μως νά δε τό δάκρυ πού κύλισε πό τά μάτια Της. παρξή του ταν κυριευμένη τήν ρα κείνη πό τό πνεμα πού πουλα το μιλοσε καί τόν καθοδηγοσε στήν καταστροφή.

Ξανάρχισε πάλι δαίμονας. Θέλω..., επε καί κοντοστάθηκε, θέλω... νά μήν ξαναπροσκυνήσεις τήν εκόνα ατή πού χεις στό κελί σου. Δέν τόλμησε νά νοματίσει τό νομα τς Υπεραγίας Θεοτόκου κι οτε κν νά στραφε νά Τήν δε. Γιατί σες φορές τό εχε πιχειρήσει εχε νιώσει νά καίγεται. Καί μόνο ναφορά στό νομά Της καί μόνο θέα το προσώπου Της τόν καναν νά ξαφανίζεται μέσα σέ μιά φωτιά τυραννική.

Σάν νά συνλθε λίγο σκητής πό τήν χαύνωση πού βρισκόταν. Νά μήν ξαναπροσκυνήσω τήν εκόνα τς Παναγίας; Από τήν λλη σκεφτόταν τήν λάφρωσή του πό τόν πόλεμο το πονηρο.
῾῎Αφησέ με νά τό σκεφτ λίγο, επε κι εδε τι δαίμονας ξαφανίστηκε.

Πάλεψε πολύ μέ τούς λογισμούς του κενο τό βράδυ Γέροντας σκητής.  Θολωμένος πό τήν ταραχή του κρη δέν βγαζε. Μπρός γκρεμός καί πίσω ρέμα μονολογοσε διαρκς. Η καταφυγή στόν Κύριο καί τήν Παναγία Δέσποινα μως δέν γινόταν προτεραιότητά του. Η πελπισία συνέχιζε νά τόν κρατ συντετριμμένο κάτω.

Ξαφνικά φωτίστηκε νος του. ῾᾽Επερώτησον τόν πατέρα σου καί ναγγελε σοι, θυμήθηκε τόν λόγο τς Γραφς. Αριο θά περάσει κατά τήν συνήθειά του πό δ ββς Θεόδωρος Ηλιώτης πό τήν λαύρα τς Φαράν. Δέν μέ ξεχν ποτέ καί αριο εναι μέρα τς πίσκεψής του. Ατόν θά ρωτήσω γιά νά μο πεῖ᾽. Ενιωσε μιά βαθιά νακούφιση. Ο λογισμοί του πραν νά ρεμον. Στράφηκε καί πρός τήν εκόνα τς Παναγίας. Μέ ξεγελον τά μάτια μου, ψιθύρισε. Το φάνηκε σάν νά χαμογελ Μητέρα το Κυρίου. Παναγία μου, βοήθησέ με. Κύριε, σσε με, επε κι νιωσε πολύ βαριά καί κουρασμένη τήν ψυχή του.

Ηλθε ββς Θεόδωρος τήν πομένη. Συντετριμμένος Γέροντας καί μέ δάκρυα στά μάτια το ξομολογήθηκε τόν λο πόλεμό του, τήν πύρωση τς σάρκας του πού τήν πέκρυβε τόσο καιρό, γιατί νιωθε βαθιά ντροπή πού χε συμβε στήν λικία του, τήν πελπισία πού τόν εχε καταλάβει, τήν μφάνιση το πονηρο καί τόν ρκο πού το χε δώσει. ῾᾽Αββ, δωσα ρκο στόν διάβολο τι δέν θά π τίποτε πό τήν πρότασή του. Κι πρότασή του ταν νά μήν ξαναπροσκυνήσω τήν εκόνα τς Παναγίας μας. Ξέσπασε σέ ναφιλλητά Γέροντας, κατανοώντας προφανς τό μέγεθος το σφάλματός του καί τόν μπαιγμό πού εχε ποστε πό τόν πονηρό.

ββς Θεόδωρος τόν παρηγόρησε καί τόν νουθέτησε. Εκλαψε κι ατός, κατανοώντας καί συγκαταβαίνοντας στόν πειρασμό το καλο καί γωνιστ δελφο του. Τρόμαξε μέ τήν πονηριά το δαίμονα λλά λεεινολόγησε καί τήν νημπόρια του μπροστά στόν Κύριο Ιησο Χριστό καί τήν Θεοτόκο Μητέρα Του.

Μή στενοχωριέσαι, δελφέ μου, το επε ταπεινά καί μέ γάπη. ῾῾Ο Κύριος δέν σέ φησε. Εκενος σέ νίσχυσε νά ποκαλύψεις ατό πού σο συνέβη μέ τόν δαίμονα, γιατί ποκάλυψη τν λογισμν καί τς λης ζως μας στόν πνευματικό καί σέ λλους μπείρους τς χριστιανικς ζως δελφούς καίει τόν τρισκατάρατο, το τυφλώνει τούς φθαλμούς γιά νά μή βλέπει τίς πτώσεις μας καί τόν ποδυναμώνει πλήρως. Οαί σ ατούς πού τά κρατνε μέσα τους. Ατοί γίνονται τά παιχνίδια κυριολεκτικά το σαταν. Ακόμη καί τό παραμικρό μάρτημα ν τό θεωρήσουν περιττό πρός ξομολόγηση, θά θεριέψει μέσα τους καί μέσω ατο θά λώσει ντελς τήν ψυχή τους πονηρός. Εκανες λοιπόν τήν καλύτερη δουλειά πού ποκάλυψες τήν ψυχή σου.

Βεβαίως, πρέπει νά παραδεχτες τι κάποια δίοδο βρκε πλάνος μέσα σου γιά νά προκαλέσει τόν πειρασμό ατόν. Ισως κάποια διόρατη κενοδοξία καί περηφάνεια. Καί σύ μέ τόσα χρόνια πνευματικς σκητικς ζως δέν θά πρεπε νά το δώσεις ατό τό δικαίωμα. Γιατί διάβολος ,τι λέει εναι ψέμα. Ο Κύριος δέν μς λέει τι εναι ῾ὁ πατήρ το ψεύδους; Ακόμη καί ο λήθειες του στό βάθος λειτουργον γιά τό ψέμα, μέ σκοπό τήν ποταγή το ταλαίπωρου νθρώπου. Καλά λοιπόν κανες καί πάτησες τόν ρκο σου στόν ψεύτη ατόν. Τώρα χαίρεται μαζί σου λος ορανός, γιατί βλέπει τήν μετάνοιά σου. Καί νά ξέρεις, Γέροντα, τώρα θά δες τήν δύναμη το Κυρίου καί τς Παναγίας μας γιά τό ξεπέρασμα το πειρασμο σου. Γιατί δειξες ταπείνωση. Κι που πάρχει ταπείνωση πάρχει χάρη το Θεοῦ᾽.

Σταμάτησε ββς Θεόδωρος. Κοίταξε τό γαληνεμένο τώρα πρόσωπο το Γέροντα καί χάρηκε γιατί εδε τήν χάρη το Θεο. Κύριε, νίσχυσέ τον στρεψε τό βλέμμα του πρός τήν εκόνα τς Θεοτόκου. Σάν νά δε πιό φωτεινό τό καντήλι της πού κουνιόταν πέρα δθε, χωρίς διαίτερο φυσικό λόγο. Τά μάτια του γέμισαν δάκρυα. Η Παναγία συγκατένευε στήν μετάνοια πού ξελισσόταν νώπιόν της καί νώπιον το Υο καί Θεο της.

Καί θά σο π καί κάτι κόμη, Γέροντα, επε ργά καί μέ πίγνωση το βάρους το λόγου του ββς Θεόδωρος τς λαύρας τς Φαράν, μπειρος πνευματικός, σοφός καί διακριτικός σκητής, στρέφοντας τό βλέμμα του καί πάλι πρός τόν γερμένο στό δαφος γκλειστο ρημίτη.

Ανασήκωσε τό πρόσωπό του Γέροντας, γιά νά κούσει ατό πού φαινόταν ξεχωριστά βαρυσήμαντο.

Λοιπόν, νά ξέρεις μιά γιά πάντα στόν πειρασμό πού περνς. Σέ συμφέρει - ναί, μάρτυς μου Θεός γιά τήν λήθεια το λόγου μου – σέ συμφέρει πολύ περισσότερο νά μήν φήσεις πορνεο γιά πορνεο σέ λην τήν χώρα  στό ποο δέν θά μπες μέσα, πό τό νά ρνηθες νά προσκυνς τόν Κύριό μας Ιησο Χριστό μαζί μέ τήν Υπεραγία Μητέρα Του! Γιατί στήν πρώτη περίπτωση πάρχει τίς περισσότερες φορές πίγνωση τς μαρτίας πού φέρνει τήν μετάνοια. Στήν δεύτερη μως; Πο θά στραφε κανείς γιά μετάνοια, ν ρνηθε τό λατρευτό πρόσωπο το Κυρίου καί τς Παναγίας Μητέρας Του; Η ρνηση ατή σημαίνει τήν πλήρη πώλεια το νθρώπου.

Το πε κι λλα ββς, στήριξε καί παρηγόρησε τόν Γέροντα, το διάβασε τήν εχή. Τόν γκάλιασε καί φυγε, φήνοντάς τον μέ ερήνη ψυχς, κυρίως μως γιγαντωμένο τόσο, στε νά ντιμετωπίσει εκολα τόν δαίμονα, ποος πράγματι δέν ργησε νά ξαναφανε. Ατήν τήν φορά μως εχε φύγει πό τό ταραγμένο καί μαρο πρόσωπό του μάσκα τς ποκρισίας.

Τί συμβαίνει, κακόγερε; το επε τώρα ντελς πιθετικά. Δέν ρκίστηκες τι δέν θά πες τίποτε σέ κανένα; Καί πς τόλμησες νά τά πες σ κενον πού ρθε σέ σένα; Καί πάλι δέν μπόρεσε νά νοματίσει τό νομα το ββ, το κλεκτο σκεύους το Θεο πονηρός. Σο λέω λοιπόν, κακόγερε, πώς θά κριθες σάν πίορκος τήν μέρα τς κρίσεως, γιατί παρέβης τούς ρκους πού μο δωσες.

Ηταν σειρά το Γέροντα νά γελάσει μέ τά λόγια το δαίμονα. ῾῎Ηξερα πάντα βέβαια το επε, ῾ὅτι εσαι πονηρός, στω κι ν προσωρινά φάνηκες νά μέ γελς. Αλλά κτός πό πονηρός φαίνεται τι εσαι καί νόητος. Μο λές τι ρκίστηκα καί παραβίασα τόν ρκο μου. Τό ξέρω. Αλλά γιατί; Γιά νά μείνω πιστός στόν δικό μου Δεσπότη καί Ποιητή. Μακάρι λοι νά παραβιάζουν τόν λόγο τους καί τούς ρκους τους σ σένα, γιατί πακοή σ σένα εναι τέλεια καταστροφή τους. Κι κου κι ατό, τρισκατάρατε πού νά σαι πάντα ξω πό δ. Ακου κι ατό πό μένα, να ταπεινό πλάσμα το Θεο πού μέ δυνάμωσε μως Κύριος μέ τόν πεσταλμένο δολο του: θά τιμωρηθες πό Εκενον πολύ περισσότερο μ ατό πού μο ζήτησες, γιατί σύ σουν ατιος καί τς κακς συμβουλς καί τς πιορκίας.


Μ ναν σχυρό κρότο κι φήνοντας πίσω του μιά μεγάλη βρμα ξαφανίστηκε τό πονηρό πνεμα, μή ντέχοντας τήν δύναμη ψυχς το πλάσματος το Θεο.

Ο Γέροντας στράφηκε μέ δάκρυα στόν Κύριο καί τήν Παναγία Μητέρα Του, προσκύνησε βαθιά κι μεινε κε γιά πολλές ρες δοξολογώντας τό γιο νομά Τους.


Μέχρι τό τέλος τς ζως του ταπείνωσή του ταν μεγάλη κι κτοτε οδέποτε προσβλήθηκε πό τόν πειρασμό τς σάρκας.

http://pgdorbas.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου