Σελίδες

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Η ιδανική φιλία


Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Ἡ ἰδανικὴ φιλία ἀνθεῖ σὲ περιβάλλοντα ἀμόλυντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν κακῶν καὶ τῶν πονηρῶν.
Ἡ γοητεία τοῦ κακοῦ καὶ ἡ φαυλότητα τῆς ζωῆς ἔχουν ἀμαυρώσει ὅλα τὰ καλὰ τοῦ βίου μας. Καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν καλῶν συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ φιλίες. Κάτω ἀπὸ τὸ γενικὸ ξεπεσμὸ καὶ ἐξευτελισμὸ τῆς ζωῆς χάθηκαν ἢ ἀλλοτριώθηκαν κι αὐτές. Κι ὅμως, ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μιᾶς γνήσιας, ἀληθινῆς, δυνατῆς καὶ πραγματικῆς φιλίας. Δύσκολα κτίζονται τέτοιες φιλίες. Εὔκολα καταστρέφονται. Κι ὅσοι ἀπέκτησαν τέτοιες ζηλευτὲς φιλίες ἔζησαν εὐτυχισμένοι. Γι᾽ αὐτὸ θὰ σᾶς δώσω τὴν συνταγὴ τῆς ἰδανικῆς φιλίας. Ὄχι ἐγώ. Ἐσεῖς τὸ ξέρετε, ὅτι πάντα ἀφήνω ἐκείνους ποὺ ξέρουν τὰ θέματα τῆς ζωῆς μας καλύτερα ἀπὸ μᾶς νὰ μᾶς ποῦν τὴν σοφὴ συμβουλή τους. Ἔτσι ἀνεκάλυψα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο τὶς προϋποθέσεις μιᾶς μεγάλης φιλίας, σὰν αὐτή, ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὁ ἴδιος ἔλεγε, ὅτι «ἐφαίνετο νὰ ἔχωμεν οἱ δύο μας μίαν ψυχὴν ποὺ ἐκατοικοῦσεν εἰς δύο σώματα. Τότε πλέον ἐγίναμεν τὰ πάντα ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον, ὁμόστεγοι, ὁμοτράπεζοι, συμφυεῖς, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ἴδιο καὶ πάντοτε αὐξάνοντες ὁ ἕνας τὸν πόθο τοῦ ἄλλου, ὥστε νὰ γίνῃ θερμότερος καὶ μόνιμος».

Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς ἐκτίσθη αὐτὴ ἡ ζηλευτή, εὐλογημένη καὶ πασίγνωστη φιλία τῶν δύο μεγάλων ἀνδρῶν καὶ ἁγίων πατέρων μας. Ἔτσι θὰ διδαχθοῦμε κι ἐμεῖς τὰ μεγάλα μυστικὰ τῆς εὐτυχισμένης ζωῆς.


Ἡ ἀληθινὴ φιλία πρέπει νὰ εἶναι «θεῖος καὶ φρόνιμος ἔρως» ἀπηλλαγμένος ἁμαρτίας. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Οἱ σωματικοὶ ἔρωτες, καθὼς ἀφοροῦν τὰ πράγματα ποὺ περνοῦν, περνοῦν κι ἐκεῖνοι ὅπως τὰ ἐαρινὰ λουλούδια. Οὔτε ἡ φλόγα μένει, ὅταν τὰ ξύλα τελειώσουν, ἀλλὰ χάνεται μαζὶ μὲ αὐτὰ ποὺ τὴν τρέφουν, οὔτε ὁ πόθος ὑπάρχει, ὅταν τὸ προσάναμμα σβήση. Οἱ θεῖοι ὅμως καὶ φρόνιμοι ἔρωτες, ἐπειδὴ ἀναφέρονται εἰς κάτι σταθερόν, διὰ τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι μονιμώτεροι καὶ ὅσον περισσότερον παρουσιάζεται τὸ κάλλος των τόσον περισσότερον συνδέουν τοὺς ἐραστὲς μὲ αὐτὸ καὶ μεταξύ των. Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τοῦ ἰδικοῦ μας ἔρωτος».

Μιὰ δυνατὴ φιλία γεννᾶται, ὅταν οἱ φίλοι διεξάγουν κοινὸ ἀγῶνα καὶ ἁμιλλῶνται εἰς τὴν κατάκτησιν τῶν ὑψηλῶν κορυφῶν τῆς ἀρετῆς. Γράφει γι᾽ αὐτὴ τὴν κοινὴ ἐπιδίωξιν τοῦ ἰδίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Κοινὴ ἐπιδίωξις καὶ τῶν δύο ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ συμμόρφωσις τῆς ζωῆς μας πρὸς τὶς μελλοντικὲς ἐλπίδες». Ἐξομολογεῖται διὰ τὸν θεῖον πόθον των: «Τὴν ἐπιδίωξιν αὐτὴν ἔχοντες ἐμπρός μας κατευθήναμεν τὴν ζωήν μας ὁλόκληρον καὶ κάθε ἐνέργειάν μας· μᾶς ὡδηγοῦσεν ἡ ἐντολὴ καὶ ἠκονίζαμεν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν ἀρετήν μας καὶ εἴμεθα, ἐὰν δὲν εἶναι ὑπερβολικὸν τοῦτο νὰ εἴπω, ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον κανὼν καὶ μέτρον, μὲ τὰ ὁποῖα διακρίνεται τὸ ὀρθὸν καὶ τὸ μὴ ὀρθόν».

Ἡ ἰδανικὴ φιλία ἀνθεῖ σὲ περιβάλλοντα ἀμόλυντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν κακῶν καὶ τῶν πονηρῶν. Προσέξτε ἰδιαίτερα τὶς συνετὲς παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Πατέρα μας Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἀπὸ τοὺς σπουδαστές μας συναναστρεφόμεθα, ὄχι βέβαια τοὺς πιὸ ἀνήθικους ἀλλὰ τοὺς πιὸ φρόνιμους· οὔτε τοὺς πιὸ ἐριστικοὺς ἀλλὰ τοὺς πιὸ εἰρηνικοὺς καὶ ἐκείνους ποὺ ἡ συναναστροφή των εἶναι ὠφελιμωτέρα. Διότι ἐγνωρίζαμεν ὅτι εἶναι εὐκολώτερον νὰ λάβῃς τὴν ἀσθένειαν παρὰ νὰ χαρίσῃς τὴν ὑγείαν. Καὶ εἰς τὰ μαθήματα ἐφθάσαμεν νὰ χαιρώμεθα ὄχι μὲ τὰ πιὸ εὐχάριστα ἀλλὰ μὲ τὰ πιὸ ὠφέλιμα. Ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ αὐτὰ οἱ νέοι συμμορφώνονται πρὸς τὴν ἀρετὴν ἢ τὴν κακίαν». Μακάρι ὅλοι μας νὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὲς τὶς ἀθάνατες συμβουλὲς κανόνες καὶ νόμους ζωῆς.

Ἡ ἀληθινὴ φιλία στηρίζεται στοὺς ἀποστολικοὺς λόγους καὶ νόμους: «ὅποιος ἀγαπᾶ δὲν ζητεῖ τίποτε διὰ τὸν ἑαυτόν του». Καὶ «Διὰ τῆς φιλαδελφίας νὰ γίνεσθε φιλόστοργοι μεταξύ σας. Νὰ προλαμβάνη ὁ καθένας τοὺς ἄλλους εἰς τὸ νὰ τοὺς ἀποδίδη τιμήν». Αὐτὰ ἐφήρμοζαν οἱ θεϊκοὶ πατέρες, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος σεβαστὸς πατέρας μας Γρηγόριος: «Ἀγωνιζόμεθα καὶ οἱ δυό, ὄχι ποιός νὰ ἔχῃ ὁ ἴδιος τὸ πρωτεῖον, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ παραχωρήσῃ εἰς τὸν ἄλλον· τὴν εὐδοκίμησιν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὴν ἐθεωρούσαμεν ἰδικήν μας… πρέπει νὰ πεισθῆτε ὅτι ἐζούσαμεν ὁ ἕνας μέσα εἰς τὸ εἶναι τοῦ ἄλλου καὶ δίπλα εἰς τὸν ἄλλον». Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἰς τὸν Μέγα Βασίλειον φαίνεται στὰ πιὸ κάτω λόγια μὲ τὰ ὁποῖα συγκρίνεται ὁ ἴδιος μὲ τὸν φίλο του. Γράφει: «Τὸ ὡραιότερον εἶναι ὅτι ἐσχηματίσθη ἀπὸ ἐμᾶς μία ἀδελφότης ποὺ ἐκεῖνος διεμόρφωνε καὶ κατηύθυνεν ὡς ἀρχηγὸς μὲ κοινὲς ἱκανοποήσεις, μολονότι ἐγὼ ἔτρεχα πεζὸς δίπλα εἰς ἅρμα Λυδικὸν (ταχυδρόμον δηλαδή), ὅπου καὶ ὅπως ἐπήγαινεν ἑκεῖνος».

Τὴν ἀληθινὴ φιλία συνδέει καὶ ὁ κοινὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς. Ἔτσι ἄρχισε ἡ φιλία μας, ἀποκαλύπτει ὁ θεῖος πατέρας «καθὼς μὲ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ ὡμολογήσαμεν τὸν πόθον μας ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ φιλοσοφία, τότε πλέον ἐγίναμεν τὰ πάντα ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον».

Τὴν γνήσια φιλίαν συνδέουν οἱ κοινὲς ἀρχὲς καὶ οἱ κοινὲς ἀντιλήψεις. Γι᾽ αὐτὸ τὸ θέμα γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Τίποτε, νομίζω δὲν ἀξίζει, ἐὰν δὲν ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ δὲν κάνει καλυτέρους ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ αὐτό. Διὰ τοὺς ἄλλους ὑπάρχουν διάφορες ὀνομασίες ἢ ἀπὸ τὸν πατέρα ἢ ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν ἢ ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα καὶ τὶς πράξεις των. Ἐμεῖς ὅμως ἔχομεν τὸ μέγα προσὸν καὶ ὄνομα νὰ εἴμεθα καὶ νὰ λεγώμεθα χριστιανοί. Αὐτὸ ἦτο ἡ μεγαλυτέρα καύχησις γιὰ μᾶς».

Ἡ μεγάλη φιλία ἐκδηλώνεται μὲ τρυφερότηττα, εὐαισθησία, στοργὴ καὶ φιλαδελφία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται εἰς τὸν φίλον του καὶ τὸν ἀποκαλεῖ «ὁ ἐμὸς Βασίλειος». Δηλαδὴ «ὁ δικός μου Βασίλειος». Ἔτσι γίνεται, ὅταν ἡ φιλία εἶναι ἀνιδιοτελής, καθαρὴ καὶ λουσμένη στὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἀρετῆς. Τί λέτε; Πῶς σᾶς φαίνονται αὐτά; Δοκιμάστε τα καὶ θὰ βεβαιωθῆτε, ὅτι θὰ σᾶς βοηθήσουν νὰ δημιουργήσετε γερὲς καὶ ἰσχυρὲς φιλίες, ποὺ θὰ ἀντέξουν στὸν χρόνο καὶ στὴν τρικυμία τῆς ζωῆς σας.

Αὐτὴ ἡ φιλία τῶν ἁγίων ἀνδρῶν διεφημίσθη παντοῦ εἰς τὸν τότε κόσμον καὶ ἔμεινεν εἰς τὴν ἱστορίαν. Τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Γράφει: «Αὐτὰ ἔκαμαν νὰ γίνωμεν γνωστοὶ εἰς τοὺς διδασκάλους καὶ τοὺς συναδέλφους μας, γνωστοὶ εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, καὶ μάλιστα εἰς τοὺς πιὸ ἐπιφανεῖς Ἕλληνες. Εἴχαμεν πλέον ξεπεράσει τὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἔγινε σαφὲς ἀπὸ διηγήσεις πολλῶν. Ἠκούοντο οἱ διδάσκαλοὶ μας εἰς ὅσους ἠκούοντο αἱ Ἀθῆναι, συνακουόμεθα καὶ ἐμεῖς οἱ δύο καὶ συναναστρεφόμεθα εἰς τόσους ἀνθρώπους, εἰς ὅσους καὶ οἱ δάσκαλοί μας καὶ δὲν ἤμεθα ἕνα ζεῦγος ἄσημον καὶ κοντὰ καὶ μακρὰν τῶν διδασκάλων μας».

Ὁ ἴδιος θεοφόρος καὶ ἁγιοπνευματοκίνητος Πατέρας ἔγραψε καὶ τὸ ὡραιότατον ἐγκώμιον τῆς φιλίας:

«Μὲ τίποτε ἀπὸ ὅ,τι ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ συγκρίνῃ ἕνα πιστὸν φίλον, καὶ τὸ κάλλος του δὲν ἔχει ὅρια». «Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι ἰσχυρὰ προστασία» (Σοφ. Σολ. ς´ 14-15) καὶ βασίλειον ὀχυρωμένον. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι ἔμψυχος θησαυρός. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι πολυτιμότερος ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀπὸ πολλοὺς πολυτίμους λίθους. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι κῆπος περιφραγμένος καὶ πηγὴ σφραγισμένη, τὰ ὁποῖα ἀνοίγουν πότε-πότε διὰ νὰ τὰ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ τὰ ἀπολαύσῃ κανείς. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι λιμάνι ἀναψυχῆς. Ἂν δὲ εἶναι καὶ πιὸ συνετός, πόσον καλύτερον εἶναι τοῦτο; Ἐὰν δὲ εἶναι καὶ πολὺ μορφωμένος καὶ διαθέτη παντοειδῆ μόρφωσιν, τὴν ἰδικήν μας λέγω καὶ ἐκείνην ἡ ὁποία ἦτο κάποτε ἰδική μας, πόσον καλύτερον εἶναι αὐτό; Ἐὰν δὲ καὶ υἱὸς τοῦ φωτὸς (Ἰωάν. ιβ´ 36, Ἐφεσ. ε´ 8), ἢ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ (Δ´ Βασιλ. α´ 9), ἢ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος προσεγγίζει τὸν Θεὸν (Ἰεζεκιὴλ μγ´ 19), ἢ ἔχει ἀνωτέρας, πνευματικὰς ἐπιθυμίας (Δαν. θ´ 23), ἢ εἶναι ἄξιος νὰ φέρη ἕνα χαρακτηρισμὸν ἀπὸ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους τιμᾶ ἡ Γραφὴ τοὺς ἐνθέους καὶ ὑψηλούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν εἰς ἀνωτέραν τάξιν, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ ἤδη δῶρον τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι σαφῶς ἀνώτερον ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας ἀξίαν».

Ταῦτα ἐκ τῶν ἔργων τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου:

α) Λόγος μγ´ «Εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον» παρ. 19, 20, 21. Ε.Π.Ε. τ. 6 σελ. 161 καὶ ἑξῆς.
β) Λόγος ια´ «Εἰς Γρηγόριον Νύσσης ἐπιστάντα μετὰ τὴν χειροτονίαν» παρ. 1. Ε.Π.Ε. τ. 1 σελ. 285.

Η μοναξιά είναι μια δοκιμασία


Η μοναξιά είναι μια δοκιμασία. Και χρειάζεται πνευματικά εφόδια για να την αντιμετωπίσει κανείς θετικά. Αν αυτά λείπουν, η μοναξιά γίνεται πρόβλημα.
Ανυπόφορη είναι η μοναξιά για τον μικρό, για τον μέτριο. Για τον άδειο, που δεν έχει τίποτε να δώσει στους άλλους και δεν περιμένει τίποτε να πάρει. Για εκείνον που φοβάται τον εαυτό του και το κενό της ψυχής του.
Λόγους να φοβούνται τη μοναξιά έχουν εκείνοι που κλείνουν μέσα τους την έρημο, την ερημιά και την ερήμωση. Για να υπερβούμε τη μοναξιά χρειάζεται η αναφορά μας προς τον Θεό και η επικοινωνία μας με τους ανθρώπους.

Μητροπολίτης Λευκάδος και Ιθάκης Νικηφόρος

ΟΤΑΝ "ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΕΙΣ" ΤΟΝ ΘΕΟ - ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευ­ματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη.

–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦ­σε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι. Ἄνθρωπος τί­­μιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βρά­δυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του. Εἶ­χε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός.

. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία δὲν ἔλειπαν Κυριακές, γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο μπο­ροῦ­σαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑ­στέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.

. Κάποτε ὅμως ἦρθαν μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.

Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρ­χει.
Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περ­νοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀ­μέ­σως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρό­γραμμά του.

–Δὲν θὰ πάω στὴν πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
. Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔκανε τὸ σταυ­­ρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύν­θηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.
. Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.

. Δὲν θά ’χε περάσει μισὴ ὥρα, κι ἀπ­έ­ξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ διέκρινε τὴ φω­νὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κά­ποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη, ἂν ἄ­κουγε καλά…
–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκα­ταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡ­ραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκο­νο­στάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέ­ρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέ­­φτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.

. Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­πεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώ­θηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του. Στὴ γυ­ναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.

–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ὁ γέ­­ροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν πίστη του, τὴν προσευ­χή του, ἔ­τσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦ­με… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό. Ἔτσι δὲν εἶναι; Για­τὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. Ἐξαναγκάζει τὸν Θεό. Συμ­φωνεῖς;

Τα κατορθώματά μας


«Πρό συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις» (Παρ. 16,18). Τῆς καταστροφῆς προηγεῖται ὑπερηφάνεια, λέγει ἡ ἁγία Γραφή. Γιατί, ὅμως, ἡ ὑπερηφάνεια προξενεῖ καταστροφή;
Ὁ Θεός ἐδημιούργησε τούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους. Τούς ἐδημιούργησε αὐτεξούσιους καί ἐλεύθερους. Καί οἱ δύο -ἄγγελοι καί ἄνθρωποι- ἔκαναν χρήση αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας τους. Καί ὁ μέν Ἑωσφόρος (ἀρχικά πρῶ τος ἀρχάγγελος καί κατόπιν διάβολος) δέν μπόρεσε νά βαστάξει τόν φωτισμό καί τήν τιμή πού τοῦ δώρισε ὁ Θεός και μέ αὐτεξούσια προαίρεση ἐτράπη (μεταβλήθηκε) ἀπό τήν φυσική του κατάσταση στήν ἀφύσικη. Καί ὑπερηφανεύθη κατά τοῦ Δημιουργοῦ Του (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκθεσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κεφ. 18, ΕΠΕ 1 σελ. 150). Σκέφθηκε: «θά ἀνεβῶ ἐπάνω ἀπό τά σύννεφα, θά γίνω ὅμοιος μέ τόν Ὕψιστο» (Ἠσ. 14,14).

Δέν ἔγινε ὅμως αὐτό, πού μέ τον ὑπερήφανο λογισμό του σκέφτηκε. Ἀπό πολύ κοντά στό Θεό, βρέθηκε πολύ μακριά. Καί ὄχι μόνο μακριά, ἀλλά και ἀπέναντι. Ἀντίπαλος. Ἐχθρός. Ἐξέπεσε. Συνετρίβη.
Ἀνάλογα παραδείγματα συναντοῦ με καί στούς ἀνθρώπους:
Ἰσόθεος θέλησε νά γίνει καί ὁ Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλιάς τῆς Βαβυλώνας. Ἀπέτυχε παταγωδῶς. Μάλιστα για ἕνα χρονικό διάστημα ἔχασε τά λογικά του!
Τό ἴδιο καί ὁ Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανής. Γι΄αὐτόν λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ἐκεῖνον πού πρίν ἀπό λίγο ἐνόμιζε ὅτι θά ἀγγίξει τ᾿ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τώρα κανείς δεν μποροῦσε νά τόν μετακινήσει. Ἐξ αἰτίας τῆς δυσοσμίας πού ἀνέδιδε τό σῶμα του. Ὁ ἴδιος νόμιζε, λόγῳ τῆς μεγάλης ὑπερηφανείας του, ὅτι εἶναι σέ θέση να διατάσσει τά κύματα τῆς θάλασσας και νά ζυγίζει τίς κορφές τῶν βουνῶν» (Β΄ Μακ. 8-10)!
Ἔτσι καί ἐμεῖς: Ξεχνᾶμε ὅτι εἴμαστε θνητοί. Πεπερασμένοι· καί στό νοῦ·καί στή λογική. Θέλουμε νά «φτάσουμε στά ἀστέρια»! Ὅμως: Καί ἀπό τους ψηλούς καί ἀπό τούς κοντούς ἀπέχουν ἴσα τά ἄστρα. Δηλαδή, εἶναι ἀπρόσιτα!
• Καί ὁ «ψηλός», δηλαδή ἐκεῖνος πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό πολλά χαρίσματα καί ἀπέκτησε πολλά πλεονεκτήματα, πόσο μπορεῖ νά «ψηλώσει» ἀπό μόνος του, γιά νά «φθάσει» στόν Θεό; Οὔτε σπιθαμή.
• Ὅμοίως καί ὁ «κοντός», ἐκεῖνος πού ἔχει λιγότερα χαρίσματα καί πλεονεκτήματα!
Ποιός μπορεῖ, λοιπόν, νά «ψηλώσει»;
Καί ὁ «ψηλός» καί ὁ «κοντός», πού ὅμως εἶναι ταπεινοί. Καί δέν ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους.
«Χάριτι Θεοῦ εἰμί ὅ εἰμί».Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ εἶμαι αὐτό πού εἶμαι (Α΄ Κορ. 15,10), λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πού ἀνέβηκε πάνω «ἀπό τά ἀστέρια», στόν οὐρανό, στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ζώντας ἀκόμη στή γῆ. Βέβαια δέν ἀνέβηκε μόνος του. Τόν ἀνέβασε ὁ Χριστός!
Ὁ Χριστός βρισκόταν καρφωμένος στόν σταυρό. Καί οἱ σταυρωτές του τον ἐνέπαιζαν: «Ἄν εἶσαι Θεός κατέβα ἀπό τόν Σταυρό» (Ματθ. 27, 40). Ἐκεῖνος ὅμως δέν τούς ἄκουσε. Δέν κατέβηκε. Διότι μόνον ἔτσι μᾶς τράβηξε κοντά Του, μᾶς «ὕψωσε» στόν Οὐρανό!
Λύτρωσέ μας, Κύριε, ἀπό τό ἐγωϊστικό μας φρόνημα. Ἀπό τό νά θέλουμε νά φτάσουμε ψηλά, χωρίς προηγουμένως νά ἀποκτήσουμε τήν ἁγία ταπείνωση.

Ἀρχιμ. Π.Ἀ.

«Τους ανθρώπους του καιρού μας τους έπληξε κάποια φοβερή ασθένεια, η πνευματική αχρωματοψία»


Άγιος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

…Πώς να περάσουμε μια μέρα χωρίς αμαρτία, δηλαδή αγία; Να το καθημερινό πρόβλημά μας.

Πώς να μεταμορφώσουμε το είναι μας, το φρόνημα, τα αισθήματα, τις ίδιες τις φυσικές αντιδράσεις μας, ώστε να μην αμαρτήσουμε ενάντια στον Ουράνιο Πατέρα μας, στον Χριστό, στο Άγιο Πνεύμα, στην ανθρώπινη υπόσταση, στον αδελφό μας και σε κάθε πράγμα σ’ αυτή τη ζωή;

«Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι υμάς». Πολλές φορές επανέλαβα αυτή την προσευχή της Εκκλησίας. Η επί γης αναμάρτητη ζωή μας ανοίγει τις πύλες του Ουρανού. Δεν είναι ο πλούτος των γνώσεων που σώζει τον άνθρωπο. Είναι η αναμάρτητη ζωή που μας προετοιμάζει για τη ζωή με τον Θεό στον μέλλοντα αιώνα. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος μας διδάσκει τις αιώνιες αλήθειες κατά το μέτρο που ζούμε σύμφωνα με τις εντολές: «Αγαπήσεις τον Θεό σου, τον Δημιουργό σου, με όλο το είναι σου και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Ναι, κρατείτε πάντοτε αυτές τις εντολές.

Μαθαίνοντας να ζούμε με ένα πρόσωπο, μαθαίνουμε να ζούμε με εκατομμύρια προσώπων που του μοιάζουν. Έτσι, προοδευτικά, εισχωρούμε σε βαθύ πόνο για όλη την ανθρωπότητα. Το πνεύμα μας πρέπει ν’ αναπτυχθεί σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου είναι, και όχι μόνο στο επίπεδο των καθημερινών φροντίδων και δυσκολιών.

Οι μικρές αυτές εργασίες, οι προστριβές που τις συνοδεύουν, είναι ασφαλώς αναπόφευκτες, αλλά δεν είναι ο τελικός σκοπός της ζωής μας. Ο προορισμός μας είναι να γίνουμε «καθ’ ομοίωσιν» του Χριστού. Εάν όμως «εγώ» δεν μπορώ να φέρω μέσα μου μια μικρή αδελφότητα, πώς θα μπορούσα να αγκαλιάσω, όπως ο Χριστός, το σύνολο της ανθρωπότητας μέσα στο χρόνο και το χώρο;

Για να φυλάξουμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, οφείλουμε ν’ απέχουμε από κάθε λογισμό που δεν αρέσει στον Θεό, μας λέει ο Γέροντας Σιλουανός. Ιδού το έργο μας. Ιδού η πνευματική μας καλλιέργεια. Εφόσον πρόκειται για την αιώνια σωτηρία, αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Αρχίζουμε και ξαναρχίζουμε χωρίς τέλος.

Ο Γέροντας Σιλουανός μου πρότεινε να πάω σε αυτόν μετά την επίσκεψη που μου έκανε ο ερημίτης πατήρ Βλαδίμηρος. Και εγώ πήγα στον Γέροντα με μεγάλη ευλάβεια. Προσκυνούσα νοερά την γή που πατούσε ο άνθρωπος αυτός, και ίσως γι’ αυτό δεν αντιστάθηκα σε κανέναν από τους λόγους του, αλλά τον αποδεχόμουν με βαθειά ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Και γι’ αυτό αποφάσισα να γράψω οτι σε τέτοιες περιπτώσεις ο πνευματικός ή ο Γέροντας ανοίγεται ίσως μέχρι τέλους. “

Πιστέυουμε ότι σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή είναι δυνατό να βρεθούν ζωντανοί μάρτυρες της γνώσεως του Θεού και μέχρι του τέλους του ανθρωπίνου γένους δε θα λείψουν.

Στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού οι δίκαιοι θα εκπλαγούν, αλλά το ίδιο και οι αμαρτωλοί θα εκπλαγούν. Οι μεν γιατί δεν ανέμεναν να σωθούν, οι δε γιατί δεν ανέμεναν να καταδικασθούν.

– Οι δίκαιοι στην Δευτέρα Παρουσία θα λένε: “Πότε Κύριε, κάναμε αυτό, πότε κάναμε το άλλο;”. Δεν θα ξέρουν τι καλό έκαναν, διότι πέρασαν όλη την ξηρασία της παρούσης ζωής με υπομονή και πίστη, εμπιστεύθηκαν τους λόγους της Αγίας Γραφής.

Το πρόβλημα έγκειται στο πώς να δώσουμε στους ανθρώπους να εννοήσουν ότι η ταπείνωση είναι θεϊκό ιδίωμα, κατηγόρημα της Θείας αγάπης, που παραδίδει τον εαυτό της χωρίς μέτρο, χωρίς σύγκριση, χωρίς επιφύλαξη. Η αγάπη και η ταπείνωση αποτελούν κάτι το ενιαίο. Έξω από την ταπείνωση ή χωρίς την ταπείνωση δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη.

Τους ανθρώπους του καιρού μας τους έπληξε κάποια φοβερή ασθένεια, η πνευματική αχρωματοψία (δαλτωνισμός). Βλέπουν στο χρώμα το διαμετρικά αντίθετο προς την αυθεντική πραγματικότητα. Βλέποντας λοιπόν το «πράσινο» στη θέση του «κόκκινου», είναι βέβαιοι ότι βλέπουν όπως πρέπει, και άρχισαν να θεωρούν τους φυσιολογικούς ανθρώπους ως «άρρωστους» και «παράφρονες».

*****

Σήμερα θέλω να πω στους νέους αδελφούς και στις αδελφές μας ότι η δύναμη της σωτηρίας δεν έγκειται στο πλήθος των γνώσεων αλλά στον τρόπο της ζωής.

Και είναι πολύ πικρό να διαπιστώνουμε ότι ανάμεσά μας ζει η φοβερή τάση για κυριαρχία και υπεροχή, έτσι ώστε να βλέπουμε τον άλλο ως κατώτερο, πράγμα που εξολοθρεύει τον άνθρωπο. Συχνά αντιμετωπίζουμε την κατάσταση, κατά την οποία άνθρωποι που είναι γεμάτοι από πληροφορίες κάθε είδους στους τομείς της γνώσεως δεν έμαθαν εσωτερικά να αγαπούν.

«Μεγάλο είναι μόνο ένα: να ταπεινωθεί κανείς, να αποκρούσει την υπερηφάνεια που εμποδίζει να αγαπάμε».

Αν υπήρχε Αγάπη, όλος ο χριστιανικός κόσμος θα ήταν ένα πράγμα, κατ’ εικόνα της ενότητος της Αγίας Τριάδος. Αν ο χριστιανικός κόσμος κατατεμαχίζεται, αυτό γίνεται επειδή οι χριστιανοί δεν τηρούν τις εντολές του Κυρίου. Από τότε που άρχισαν οι παγκόσμιες κινήσεις των χριστιανών, τόσοι διάλογοι, τόσες διανοητικές προσπάθειες από κάθε πλευρά, για να πείσουν ότι η καθεμιά κατέχει το καλύτερο, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα στον αιώνα μας.

Το μεγάλο αυτό μυστήριο της θείας αγάπης το διδασκόμαστε βαθμηδόν. Και ο μοναχισμός μας στηρίζεται στις αρχές εκείνες που οδηγούν στον σκοπό αυτό.
Η ζωή μας είναι γεμάτη ένταση. Όλες οι ημέρες και οι νύχτες περνούν με τη φροντίδα πώς να αποφύγουμε την αμαρτία.

Από εξωτερικής απόψεως, μπορούμε να παρομοιάσουμε τους μοναχούς με ηλεκτροφόρα καλώδια υψηλής τάσεως, επάνω στα οποία μπορούν να κάθονται ήσυχα μικρά πουλιά, ενώ από τα καλώδια αυτά διέρχεται ενέργεια που κινεί τραίνα, φωτίζει σπίτια, θερμαίνει τα πάντα, και όλη η ζωή κινείται μόνο με αυτά.

Δεν σώζει η αφθονία των γνώσεων αυτών αλλά η αγάπη• η αγάπη εκείνη που παρήγγειλε ο Κύριος.

Θέλω να κλείσω τον μικρό μου αυτό λόγο και να επιστήσω την προσοχή σας στο να σταθείτε σταθερά στην οδό αυτή. Αυτό αποτελεί την καλύτερη μέθοδο για να αφομοιώσετε τις εντολές του Χριστού.

Οι εντολές που μας έδωσε ο Κύριος είναι ο οδηγός μας…
Κάποια μοναχή από τη Σερβία γράφει: «Ω, πόσο ευγνώμων είμαι στον Θεό!». Η μοναχή αυτή εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο διακόπτοντας την εργασία της και πήγε σε μοναστήρι.

«Και τώρα», λέει αυτή, «μπήκα στην ανώτερη σχολή, στην υψηλότερη σχολή, και η καρδιά μου είναι γεμάτη από την επιθυμία να μου δώσει ο Κύριος τη δύναμη να παραμείνω ως το τέλος στην κατάσταση αυτή». Γράφει ακόμη: «Σκεφθείτε, το τέλος της ζωής αυτής είναι η αιώνια ζωή κοντά στον Θεό! Τι περισσότερο μπορεί να περιμένει κανείς;». Εύχομαι λοιπόν σε όλους σας να βιώσετε την εμπειρία αυτή…

από το βιβλίο «Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας», Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Τόμος Γ, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 2014

πηγή: iconandlight.wordpress.com

Μεγάλη ωφέλεια από τα Σαρανταλείτουργα


Όσιος Γέροντας Δανιήλ Κατουνακιώτης (Ιερομόναχος, 1846-1929)

Το αξιοπρόσεκτο γεγονός που ακολουθεί σε ελαφρά διασκευή της γλώσσης το αναφέρει ο διακριτικότατος ασκητής Δανιήλ Κατουνακιώτης σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρον Μωραιτίδην. Έχει δε ως εξής:

Ένας γνωστός του και ενάρετος οικογενιάρχης από την Σμύρνη, που τον έλεγαν Δημήτριο, αφού κατάλαβε το τέλος του κάλεσε τον υιόν του Γεώργιο, ο μόνος ευσεβής, διότι τα άλλα τρία του παιδιά και η γυναίκα του ζούσαν με κοσμικότητα, και του απεκάλυψε όσα ακολουθούν, και τα οποία ο υιός του ο πιστός φανέρωσε εις τον π. Δανιήλ.

Αφού ο πατέρας μου έφθασε εις το τέλος αυτής της ζωής και εγνώρισε την ημέρα του θανάτου του, εκείνην την ημέρα εκάλεσε ένα σεβάσμιο ιερέα, που τον έλεγαν Δημήτριον, άνθρωπον πολύ απλόν και ενάρετον, εις τον οποίον με πολλή ευλάβεια είπε· «εγώ πνευματικέ μου πάτερ, σήμερα πεθαίνω, και παρακαλώ οδήγησέ με σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή τι οφείλω να πράξω;» ο δε ιερεύς γνωρίζοντας την θεάρεστον ζωήν του πατέρα μου και ότι ήταν σε όλα έτοιμος, διότι είχαν προηγηθή τα πραγματικά εφόδια, δηλαδή εξομολόγησις, ευχέλαιο, συχνές ιερές μεταλήψεις, επειδή ένεκα που διετέλεσε πολλές ημέρες άρρωστος μεταλάμβανε συνεχώς από τα άχραντα μυστήρια του Χριστού, τον υπέδειξε ένα ακόμη να κάμη· «εάν ήταν εύκολο να δώσης εντολή να σού κάμουν μετά τον Θάνατό σου ένα τακτικόν 40λείτουργον στο όνομά σου, το οποίο να εκτέλεση κάποιος ιερεύς μακράν της πόλεως» εγώ δε αν και άπορος έδωσα ύποσχεσι, ότι με πολύ προθυμία θα εκτελέσω αυτό, αρκεί μόνον να λάβω την ευχή του, την οποία και επήρα.

Αυτά αφού άκουσε και ευχαριστηθείς ο πατέρας μου με προσκάλεσε με πολλή συγκίνησι και δάκρυα, και με παρεκάλεσε να τον κάμω μετά τον θάνατό του ένα 40λείτουργον.

Μετά από διάστημα δυό ωρών απέθανε ο αείμνηστος πατέρας μου και αμέσως προσκάλεσα τον ιερέα Δημήτριον, χωρίς να γνωρίζω ότι ο ίδιος είχε υποβάλλει το ζήτημα του 40λείτουργου εις τον πατέρα μου, και λέγω εις αυτόν. Επειδή ο πατέρας μου μου έδωσε εντολή να τον κάμω ένα τακτικό 40λείτουργο έξω της πόλεως και επειδή η αιδεσιμότης σου ησυχάζεις εις τον έξω της πόλεως ναίσκο των Άγιων Αποστόλων, δι᾿ αυτό σε παρακαλώ να λάβης τον κόπον και να φροντίσης την εκτέλεσι αυτού και εγώ θα πληρώσω τον κόπον σου και τα σχετικά με τα έξοδα του ιερού Ναού. Ο ιερεύς όταν άκουσε αυτά μου απάντησε με δάκρυα στα μάτια. Εγώ, αγαπητέ μου Γεώργιε, έχω δώσει σήμερα στον πατέρα σου την γνώμη αυτή, και οφείλω όσο ζω να τον μνημονεύω πάντοτε.

Εγώ δε γνωρίσας την πολλή ευλάβεια του ιερέως και την εκτίμησι την οποίαν είχε προς τον πατέρα μου επέμενα παρακαλώντας και έτσι τον έπεισα να δεχθή την πρότασί μου, και επήγε στο σπίτι του, προς την πρεσβυτέρα και τις κόρες του και λέγει προς αυτές «εγώ επειδή θα κάνω τακτικόν 40λείτουργον στο όνομα του καλού εκείνου ευεργέτου μου Δημητρίου, δι᾿ αυτό επί 40 ημέρες να μη με περιμένετε εδώ, διότι θα ησυχάζω συνέχεια εις τον ιερόν Ναόν των Αγίων Αποστόλων, για να εξακολουθώ τακτικώτατα το 40λείτουργο», και έτσι επήγε και άρχισε με ευλάβεια και προθυμία το 40λείτουργον. Έγιναν 39 Θείες Λειτουργίες καλώς, την παραμονή δε της τελευταίας, Σάββατο βράδυ, ξαφνικά παρουσιάστηκε σφοδρός πονόδοντος στον ιερέα και αναγκάστηκε την νύκτα να έλθη με πόνους στο σπίτι του, και προσκάλεσε η πρεσβυτέρα τον κουρέα και του έβγαλε το σάπιο δόντι και έτσι έγλυτωσε από τους πόνους. Λόγω όμως που έτρεχε αίμα απεφάσισε να συμπλήρωση την τελευταία Θεία Λειτουργία την επομένη.

Ο Γεώργιος όμως μη γνωρίζοντας την πάθησι του ιερέως την παραμονήν εκείνη ετοίμασε, με δάνειο, το οφειλόμενον ποσόν, για τον κόπον του ιερέως με σκοπό να το επιδώση την επομένη. Κατά τα μεσάνυκτα όμως εκείνου του Σαββάτου, εσηκώθηκα να προσευχηθώ. Προσευχόμενος δε με πολλή κατάνυξι και αφού κουράστηκα εκάθησα στο κρεββάτι και άρχισα να ενθυμούμαι τις αρετές του πατέρα μου και τις παρεκτροπές και παιδικές μου παρακοές που είχα κάνει κατά καιρούς, και συνάμα έλεγα στον εαυτό μου, άραγε ωφελεί το 40λείτουργον την ψυχήν του κεκοιμημένου η χάριν μικρής ανακουφίσεως η Εκκλησία του Χριστού αυτό έχει συστήσει;

Αυτά σκεπτόμενος με πόνο ψυχής και δάκρυα, και εκζητώντας το έλεος του Θεού, μου φάνηκε ότι κοιμήθηκα λίγο, και αμέσως βρέθηκα σε μια πεδιάδα ωραιότατη, της οποίας η ομορφιά ήταν απερίγραπτος, μη έχουσα σύγκρισι με τα ευχάριστα του κόσμου. Ενώ ευρισκόμουν εκεί μου επήλθε φόβος πολύς, που υπαγορευόταν από την συνείδησί μου, επειδή εγνώρισα τον εαυτό μου ακατάλληλον διά την εκεί απόλαυσι. Καί ενώ διατελούσα κάτω από αυτήν την αμηχανία, με ήλθε θάρρος και είπα εις τον εαυτόν μου, μια και ο Πανάγαθος Θεός ηθέλησε να με φέρη εδώ ίσως η αγαθότητά Του με ελεήση και στην συνέχεια μετανοήσω, διότι όπως βλέπω ευρίσκομαι μαζί με το σώμα μου.

Αυτά συζητώντας με τον εαυτό μου και παρηγορηθείς, είδα μικρό φως διαυγέστατο, και αφού επήγα προς το μέρος εκείνο, είδα με ανέκφραστη έκπληξι την απερίγραπτη εκείνη ωραιότητα του απέραντου δάσους, που απόπνεε άρρητη ευωδία. Ω ποία μακαριότης αναμένει εκείνους που ζούν ενάρετα εις τον κόσμον;

Αναθεωρώντας δε με μεγάλη έκπληξι και χαρά την υπερκόσμια εκείνη ωραιότητα είδα ένα ωραιότατο παλάτι… όταν δε πλησίασα κοντά βλέπω με πολλή αγαλλίαση τον πατέρα μου Δημήτριον, λαμπροφόρο και γεμάτον όλο φως, ο οποίος εστέκετο μπροστά σε εκείνη την πόρτα του παλατιού, και αφού με ατένισε με πατρική στοργή και την γνωστή του επιείκεια και πραότητα, μου είπε: «πως ήλθες εδώ παιδί μου;» εγώ δε τον απήντησα, «και εγώ, πατέρα μου, απορώ, διότι όπως βλέπω δεν είμαι άξιος διά τον τόπο. Αλλά πες μου, πατέρα μου, πως ευρίσκεσαι εδώ και σε ποιόν ανήκει το παλάτι αυτό;». Εκείνος δε με πολλή φαιδρότητα μου είπε: «Η άκρα του Σωτήρος ημών αγαθότης διά πρεσβειών της Κυρίας ημών Θεοτόκου, εις την οποίαν είχα, όπως είναι γνωστόν, μεγίστην ευλάβειαν, με ηξίωσε να καταταχθώ εις το μέρος αυτό. Εις αυτό δε το παλάτι ήθελον είσελθη σήμερον, αλλ᾿ επειδή ο οικοδόμος αυτού έβγαλε σήμερον το δόντι του και δεν ετελείωσαν αι 40ντα ημέραι της οικοδομής αυτού, δι᾿ αυτό αύριο θα εισέλθω».

Όταν είδα και άκουσα αυτά εγώ ο ελάχιστος εξύπνησα με έκπληξι και γεμάτος δάκρυα εθαύμαζα δι᾿ όλα όσα είδα. Όλη εκείνη την νύκτα έμεινα άυπνος ευχαριστών και δοξολογών τον Πανάγαθον Θεόν… Την επόμενη ημέρα επήγα εις τον ιερέα Δημήτριον και τον ευρήκα να κάθεται, ο οποίος αφού με εδέχθηκε με χαρά μου είπε· «να και εγώ προ ολίγου εβγήκα από την λειτουργία, τελειώσας ευτυχώς το 40λείτουργον». Αυτό δε είπε διά να μη με λυπήση, διότι εμποδίστηκε μία ημέρα η λειτουργία, την οποίαν βέβαια ήθελε πρόσθεση την επομένη. Τότε εγώ άρχισα να διηγούμαι εις τον ιερέα τα όσα είδα με λεπτομέρεια και πολλή συγκίνησι, και όταν έφθασα εις την εξαγωγή του δοντιού και ότι την επομένη θα τελειωθή η οικοδομή και θα εισέλθη ο πατέρας μου εις το παλάτι, τότε ο ιερεύς κατεληφθείς από θαυμασμό εβόησε· «εγώ, αγαπητέ μου Γεώργιε, είμαι ο οικοδόμος εκείνος»…

Αυτά ο πατήρ Δανιήλ τα εβεβαίωσε και από τον πατέρα Δημήτριον τον οποίον επεσκέφθη, ο οποίος π. Δημήτριος με παρεκάλεσε όπως γράψω ακριβώς την ωφελιμωτάτην αυτήν διήγησιν. Το γεγονός αυτό έλαβε χώραν αρχάς του 20ου αιώνος.

Πόσο μπορεί να επιδράσει η προσευχή μας, όταν αυτοί ζουν μέσα στην άγνοια μέσα στην κοσμικότητα και μέσα στην αμαρτία;


Η ευχή μέσα στον κόσμο

π. Χρ.: Μου δημιουργείται μια απορία τώρα, ποια είναι αυτή: Κάνομε προσευχή, ή μνημονεύομε των ονομάτων των ανθρώπων που ζουν μέσα στην πνευματική αδιαφορία. Πόσο μπορεί να επιδράσει η προσευχή μας, όταν αυτοί ζουν μέσα στην άγνοια, μέσα στην κοσμικότητα και μέσα στην αμαρτία;

π. Στ.: Να σας πω. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα, για να δείτε ότι ο Θεός δέχεται την προσευχή μας, και ρίχνει φωτισμό στη συγκεκριμένη ψυχή ή ψυχές, οι οποίες βρίσκονται στην αδιαφορία, στην άγνοια, στην επιμελημένη αδιαφορία. Και εις την ηθελημένη άγνοια. Λοιπόν, αν κάνουμε προσευχή, δέχονται φωτισμόν από τον Θεόν; Βεβαίως δέχονται. 

Ε, ας πούμε ότι βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι, και ξαφνικά μπροστά μας είναι δύο μονοπάτια τα οποία έχουν ένα φωτισμό θα λέγαμε ημίφωτο, πώς να το χαρακτηρίσω διαφορετικά. Και λέμε, θέλω τώρα να πάω στην Πάτρα, αλλά ποιο απ’ τα δυο μονοπάτια να ακολουθήσω, και ποιο είναι και πιο σύντομο. Και σκέπτομαι εκείνη τη στιγμή. Και ξαφνικά, φωτίζεται αριστερά μου ας πούμε ή δεξιά μου, ένας άλλος διάδρομος, ένα άλλο μονοπάτι, αλλά με έντονο φως. Αυτός είναι ο φωτισμός που δέχεται για να ακολουθήσει το καλό. 

Αλλά εκείνη τη στιγμή, ο άνθρωπος κρίνεται από μόνος του, διότι είναι ελεύθερος να κάνει την επιλογή, ανάμεσα στο φως και στο ημίφως ή στο σκοτάδι. Και διαλέγει. Ο φωτισμός και το έλεος του Θεού, θα σκεπάσει κάθε άνθρωπο διότι βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Και ανατέλλει τον ήλιον – δεν το λέει; – και για τους καλούς, και για τους κακούς. Άλλοι έχουν ευεργεσία από τον ήλιο, και άλλοι εκμεταλλεύονται τον ήλιο για να κάνουν το κακό.

π. Χρ.: Σας έκανα γέροντα αυτό το ερώτημα, διότι πάρα πολλοί λένε, «δεν προσεύχομαι άλλο, δεν αλλάζει». Πολλές γυναίκες που σηκώνουν σταυρό από δύστροπους συζύγους λένε: «Άντε παππούλη, δεν μπορώ άλλο, τόσα χρόνια προσεύχομαι, και δεν άλλαξε, παραμένει ο ίδιος, θα τον εγκαταλείψω, δεν προσεύχομαι άλλο γι αυτόν».

π. Στ.: Θα ήθελε να την εγκαταλείψει ο Θεός;

π. Χρ.: Όχι.

π. Στ.: Ε, πώς θα εγκαταλείψει αυτή τον άνθρωπό της; Το παιδί της, τον αδελφό της, τον γείτονα το κακό, τον δύστροπο σύζυγο και ούτω καθεξής. Να μάθει να προσεύχεται γι’ αυτόν, μέχρι την τελευταία δική της πνοή, ή μέχρι την τελευταία πνοή του άλλου. Κανένας μας δεν ξέρει τι θα ξημερώσει η αυριανή ημέρα. Και τι θα φέρει ο Θεός ως αποτέλεσμα, για να σωθεί αυτός ο άνθρωπος, για τον οποίο κάνομε προσευχή. Και για τον οποίο έχομε απελπιστεί.

π. Χρ.: Η εκκλησία μας γέροντα, μας παρουσιάζει μέσα από το αγιολόγιό της, αγίους που ζούσαν μέσα στην άγνοια, μέσα στην περιφρόνηση της πίστεως, μέσα στην αμαρτία. Και όπως είπατε ήρθε η χάρις του Θεού και τους ανέδειξε, φώτα και Αγίους πράγματι.

Απομαγνητοφώνηση από την συνέντευξη που έδωσε ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος 
εις τον π. Χρύσανθο Στελλάτο στις 10/7/2007, τα πλαίσια της εκπομπής «Λυχνοστάτης», 
του εκκλησιαστικού τηλεοπτικού σταθμού «ΛΥΧΝΟΣ» της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἀπόστολος ὁ Πρωτόκλητος


Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.

Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.

Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα. 

Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.

Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.

Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.

Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β', το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.

Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.

Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.

Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. 

Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. 

Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.

Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. 

Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!

Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. 

Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. 

Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.

Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. 

Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
ιστ΄ 10- 15
Εἶπεν ὁ Κύριος· ὁ πιστὸς ἐν ἐλαχίστῳ καὶ ἐν πολλῷ πιστός ἐστι, καὶ ὁ ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος καὶ ἐν πολλῷ ἄδικός ἐστιν. 11εἰ οὖν ἐν τῷ ἀδίκῳ μαμωνᾷ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ἀληθινὸν τίς ὑμῖν πιστεύσει; 12καὶ εἰ ἐν τῷ ἀλλοτρίῳ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ὑμέτερον τίς ὑμῖν δώσει; 13Οὐδεὶς οἰκέτης δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. 14Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες, καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν. 15καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐστιν.

Νεοελληνική απόδοση:
Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀξιόπιστος εἰς ἐλάχιστα εἶναι καὶ εἰς τὰ πολλὰ ἀξιόπιστος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἄδικος εἰς ἐλάχιστα εἶναι καὶ εἰς πολλὰ ἄδικος. Ἐὰν λοιπὸν δὲν ἐφανήκατε ἀξιόπιστοι ἐν σχέσει μὲ τὸν ἄδικον μαμωνᾶν, τότε ποιός θὰ σᾶς ἐμπιστευθῇ τὸν πραγματικὸν πλοῦτον; Καὶ ἐὰν δὲν ἐφανήκατε ἀξιόπιστοι εἰς ὅ,τι εἶναι ξένον, τότε ποιός θὰ σᾶς ἐμπιστευθῇ τὸ δικό σας; Κανεὶς ὑπηρέτης δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύῃ δύο κυρίους, διότι ἢ θὰ μισήσῃ τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλον ἢ θὰ ἀφοσιωθῇ εἰς τὸν ἕνα καὶ θὰ παραμελήσῃ τὸν ἄλλον. Δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε τὸν Θεὸν καὶ τὸν μαμωνᾶν». Ἄκουαν ὅλα αὐτὰ καὶ οἱ Φαρισαῖοι ποὺ ἦσαν φιλάργυροι καὶ τὸν εἰρωνεύοντο. Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Σεῖς εἶσθε ποὺ παριστάνετε ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶσθε ἐν τάξει μὲ τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ξέρει τὴν καρδιά σας· διότι ἐκεῖνο ποὺ ἐξυψώνουν οἱ ἄνθρωποι εἶναι διὰ τὸν Θεὸν ἀποκρουστικόν.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


"Αν αγαπάς, μπορείς να ακούσεις τον άλλο. Αν αγαπάς μπορείς να χαρείς την εργασία σου, γιατί ο σκοπός σου δεν είναι το χρήμα μόνο, αλλά η δημιουργία! Αν αγαπάς, δεν αγωνιάς για το μέλλον σου, γιατί ξέρεις ότι ο Θεός θα σε φροντίσει! Προσπαθείς , χωρίς να πνίγεσαι, θυμάσαι και τον έσω άνθρωπο, χωρίς να συνθλίβεις τις υπαρξιακές σου ανάγκες, διαλέγεσαι με Θεό και συνάνθρωπο!"

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Μια πολύ διδακτική επίσκεψη


Μια από τις πρώτες λέξεις που ακούμε όταν εισερχόμαστε στην πνευματική ζωή είναι η ταπείνωση. Όλοι οι Πατέρες γράφουν και μιλούν γι’αυτή. Κι όσοι θέλουν να προοδεύσουν εν Χριστώ γνωρίζουν ότι χωρίς αυτή είναι ακατόρθωτο!

Έτσι κι εγώ την είχα ζηλέψει αλλά κυρίως ήθελα να τη γνωρίσω βαθιά για να την ποθήσω με όλη μου την ψυχή! Έτσι, καθημερινά προσευχόμουν στον Κύριο να με διδάξει ποια είναι αυτή και πώς κατακτιέται.

Εκείνη την περίοδο ήμουν φύλακας σε έναν ερημικό δρόμο, οκτώ ώρες μέσα στο φυλάκιο μελετούσα και προσευχόμουν. Και έλεγα μέσα μου ‘ καλά τα πάω;’. Ήξερα πως ό,τι έχω είναι δώρο από το Θεό και πως χωρίς Αυτόν θα ήμουν ένα τίποτα.

Είχα μια αίσθηση ταπείνωσης αλλά επιφανειακή, όχι βιωματική! Η αγαπημένη μου ώρα ήταν όταν ξημέρωνε.. έβλεπα τις πρώτες ακτίνες του ηλίου και προσευχόμουν με θέρμη και παρρησία προς το Χριστό!

Αργά ένα βράδυ είχα κάνει μια αμαρτία που με είχε λυπήσει πολύ! Το πρωί που ήταν η ώρα να προσευχηθώ, αισθανόμουν τόσο βρώμικος και τιποτένιος που δεν μπορούσα να ξεκινήσω την προσευχή.

Ταυτόχρονα κοίταξα προς τον ουρανό και ήθελα τόσο να μιλήσω στο Χριστό, όμως με τί στόμα και με τί καρδιά! Είχα χάσει την παρρησία μου.Κάθε λεπτό που περνούσε ήταν βασανιστικό… δε σκεφτόμουν μόνο τη χθεσινή μου αμαρτία αλλά όλες!

Και πόσο αχάριστος ήμουν απέναντι στο Χριστό μου. Ταυτόχρονα όμως η αγάπη μου προς Αυτόν μεγάλωνε και ο Ίδιος μεγάλωνε… ένιωθα πόσο παντοδύναμος είναι, πόσο πανάγαθος και πόσο πάνσοφος!

Ένιωθα τα πουλιά που κελαηδούσαν και Τον δοξολογούσαν, τον ήλιο, τα σύννεφα, τα δέντρα, όλα να Τον υμνούν και εγώ μόνος και ανάξιος να Του μιλήσω! Ένιωθα το μοναδικό μαύρο κηλίδωμα σε όλη την ομορφιά της κτίσης.

Το ένιωθα τόσο έντονα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ!

Είχα σαστίσει και έλεγα ‘ ποιος θα με παρηγορήσει; Χριστέ μου, όπως κι αν είμαι, δε γίνεται να Σε αρνηθώ, δε γίνεται να ζω χωρίς Εσένα, δε γίνεται να μη Σου μιλώ…’. Αλλά και πάλι δίσταζα…

Είχα εγκλωβιστεί ανάμεσα στην αγάπη μου και τη μηδαμινότητα μου… Ώσπου ξαφνικά όλα άλλαξαν! [ Είναι πολύ δύσκολο να το περιγράψω]. Ήρθε η Αγάπη Του, το Άγιο Πνεύμα, να δώσει τη λύση.

Ένιωθα μέσα μου τόση χαρά, έκλαιγα από χαρά και ήθελα να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους που περνούσαν από κει. Ακόμα και τα δέντρα τα αγαπούσα! Ένιωθα σαν να μην πατάω στη γη, ότι ο Χριστός μ’αγαπάει τόσο πολύ!!!

Ότι είναι πολύ ανώτερος από τις αμαρτίες μου. Και άλλα πολλά που δεν μπορώ να τα εκφράσω…
Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτή η κατάσταση γιατί ο χρόνος είχε σταματήσει. Εκείνη τη μέρα όμως έμαθα βαθιά μέσα στην καρδιά μου γιατί το Άγιο Πνεύμα λέγεται Παράκλητος, τί σημαίνει αληθινή προσευχή και τί σημαίνει αληθινή ταπείνωση!

Μ’αυτή την εμπειρία έβαλε ο Κύριος τα θεμέλια για να χτίσει την καρδιά μου! Δεν θα πω αν έγινα ταπεινός ή αν έχω γίνει χριστιανός ακόμη γιατί δεν το εξετάζω με το μυαλό μου.

Μπορώ να πω όμως πως αυτή η στιγμή με έχει χαράξει βαθιά μέσα μου και με έχει βοηθήσει πάρα πολύ όταν ξεχνιόμουν και έχανα το δρόμο μου. Ήξερα ποιος είναι ο δρόμος της επιστροφής… ο δρόμος της αληθινής ταπείνωσης!

Από τότε άρχισα να γνωρίζω τη χαώδη απόσταση που με χωρίζει από το Θεό και την ανυπέρβλητη Δύναμη του Αγίου Πνεύματος που είναι η μόνη που μπορεί να γεφυρώσει το μηδέν με το άπειρο! Κι έτσι δε χάνω ποτέ την ελπίδα μου!

Αδιάκριτη αγάπη


Το μέτρο του μαργωνίου.

Κάποτε ο όσιος Θεοδόσιος, υποτακτικός του Μ. Παχωμίου, μπήκε σε μια βάρκα για να περάσει τον Νείλο. Στη βάρκα βρέθηκαν δυο άγνωστοί του σεβάσμιοι μοναχοί. Ο ένας άρχισε να εγκωμιάζει στον άλλον και να λέει:

– Μακάριος αυτός ο μοναχός!

Ο άλλος του απάντησε:

– Τι τον μακαρίζεις; Δεν έφτασε ακόμα στο μέτρο του μαργωνίου (κοφινιού που μετρούσαν τους καρπούς).

– Τι είναι αυτό το μέτρο;

– Να ήταν ένας γεωργός πολύ σκληρός. Μαζί του σπάνιο ήταν να μπορέσει να κάνη κάνεις ολόκληρο χρόνο. Κάποιος ήρθε κοντά του και του λέει: «Θέλω να εργασθώ μαζί σου». «Καλά» απάντησε εκείνος.

Και την ημέρα του ποτίσματος ο γεωργός του λέει: «Ας τραβήξουμε νερό τη νύχτα για να ποτίσουμε το χωράφι κι, όχι την ημέρα». Αποκρίνεται ο μισθωτός: «Σοφό είναι αυτό, για να μη πιή κανείς ούτε κτήνος ούτε άνθρωπος ούτε τίποτα άλλο από το αυλάκι μας».

Και όταν επρόκειτο να οργώσουν, του λέει: «Το χωράφι μας έτσι θα το σπείρουμε: ένα αυλάκι σιτάρι, ένα κριθάρι, το άλλο φακές, το άλλο μπιζέλια και τα υπόλοιπα παρόμοια».

Και του είπε ο άλλος : «Η σύνεσις αυτή είναι μεγαλύτερη από την προηγούμενη, γιατί το χωράφι μας θα είναι ωραίο με την ποικιλία των λουλουδιών». Κι όταν το χόρτο που φύτρωσε από τα διαφορετικά φυτά, δεν έχει κάνει ακόμα σπόρο, του λέει ο γεωργός: «Πάμε να θερίσουμε».

Απαντά ο μισθωτός: «Πάμε θα βγάλουμε μεγάλο κέρδος απ’ αυτό το χόρτο. Είναι χλωρό και καλό». Μετά το θέρισμα του λέει να φέρει το μαργώνιο: «Αφού μετρήσουμε το χόρτο, ας το μεταφέρουμε μέσα».

Ο άλλος του απαντά: «Αυτό είναι σοφότερο από τα προηγούμενα γιατί με τον τρόπο αυτόν θα διατηρηθεί το χόρτο».

Αφού ο γεωργός τον δοκίμασε με τον τρόπο αυτό και είδε ότι ήταν υπάκουος σε όλα αδιακρίτως, του λέει: «Δεν θα είσαι πια μισθωτός, αλλά γιός και κληρονόμος». Λοιπόν, αν και αυτός ο μοναχός φθάσει σε τέτοια μέτρα αδιακρίτου υπακοής, τότε θα είναι μακάριος.

– Έχει κάποιο νόημα η παραβολή αυτή; ρώτησε ο πρώτος.

– Ναι! Γεωργός είναι ο Θεός. Και φαίνεται σκληρός γιατί παραγγέλει να βαστάμε σταυρό και να κόβουμε το θέλημά μας.

Ο Μ. Παχώμιος, ο γέροντας του μοναχού αυτού, έδειξε υπακοή σε όλα και έγινε ευάρεστος στο Θεό. Αν και αυτός δείξει αδιάκριτη υπακοή, τότε θα ευαρεστήσει το Θεό.

O όσιος Θεόδωρος άκουγε κατάπληκτος τη συζήτηση των συνταξιδιωτών του. Δυνάμωνε με τα λόγια τους ο ζήλος του για την αδιάκριτη υπακοή. Όταν όμως βγήκε από τη βάρκα, δεν τους είδε πλέον.

Όπως τον διαβεβαίωσε μετά ο Μ. Παχώμιος, ήταν άγγελοι, σταλμένοι από το Θεό για να τον ενισχύσουν και να τον παρηγορήσουν.

(Βίος αγίου Παχωμίου)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ.16-18).