Σελίδες

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Τι είναι η ύψωση της Παναγίας;


Όσοι έτυχε να παρευρεθείτε σε τράπεζα μίας Αγιορείτικης Μονής θα παρακολουθήσατε τη λεγομένη Ύψωση (του άρτου) της Παναγίας. Θα δώσουμε μια εξήγηση αυτής της ακολουθίας.

Ο άρτος της Παναγίας είναι μια τριγω­νική μερίδα που κόβεται από ένα πρόσφορο και υψώνεται προς τιμή της Θεοτόκου. Ποιός κάνει την ύψωση; Σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση κατά το τέλος της τράπεζας ο τραπεζάρης της μονής. 

Τα παλαιά τυπικά και Ωρολόγια γράφουν ότι την ύψωση κάνει ο «ταχθείς αδελφός» ή ο «ταχθείς μοναχός» ή ο «μέλλων υψώσαι την Παναγίαν»ή «παρά του εις τούτο τεταγμένου μοναχού»(Άγιος Μάρκος Εφέσου). Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης αναφέρει ότι την ύψωση κάνει «ο αναγνούς και τα πνευματικά διακονήσας τοις αδελφοίς», δηλ. ο αναγνώστης του λόγου προς πνευματική οικοδομή των μοναχών και προσκυνητών. Σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρεται ότι την κάνει ο ηγούμενος ή ο εφημέριος της Μονής. Αυτοί παρακολουθούν.

Όταν γίνεται η ύψωση λέγεται το «Μέγα το όνομα της αγίας Τριάδος»,το «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ημίν», «Μακαρίζομεν σε πάσαι αι γενεαί…»και «Άξιον εστίν…».

Προσφέρεται θυμίαμα και οι παρευρισκόμενοι παίρνουν από αυτό τον άρτο προς αγιασμό τους αλλά και προς δόξα ιδιαίτερη (εξαιρέτως) της Θεομήτορος, η οποία γέννησε τον ουράνιο άρτο της ζωής, δηλ. τον Κύριο Ιησού Χριστό, που διατρέφει τις ψυχές μας. 

Το εκκλησιαστικό έθιμο της υψώσεως είναι πολύ παλιό. Το «Ωρολόγιο το Μέγα» το ανάγει στους Αποστόλους, και συνδέεται με την ευλάβεια των χριστιανών ιδιαίτερα δε των μοναχών προς τη Θεοτόκο που αναζητούσε και για την Παναγία κάτι παράλληλο προς την προσφερόμενη στον Κύριο Θεία Ευχαριστία.

Όπως η Θεία Ευχαριστία προσφέρεται σε ανάμνηση του Κυρίου έτσι και η ύψωση του άρτου γίνεται προς ανάμνηση της Παναγίας. Από τα λειτουργικά βιβλία, από πληροφορίες που μας δίνει ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης και άλλοι συγγραφείς, φαίνεται ότι η ύψωση της Παναγίας γινόταν καθημερινά στην τράπεζα των μοναχών. 

Κατά την εποχή του Αγίου Συμεών γινόταν η ύψωση της Παναγίας στην ακολουθία του Όρθρου, ή σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση όταν το ζητούσαν οι πιστοί ή τακτικά από πολλούς ιερείς. Πάντοτε δε κατά τη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας μετά το «Εξαιρέτως…» όταν ψαλλόταν ο ύμνος προς την Θεοτόκο (το «Άξιον εστίν ως αληθώς…» ή η θ΄ωδή της Καταβασίας της εορτής) γινόταν η ύψωση της Παναγίας. Αυτό γίνεται από το μεγάλο πόθο του ιερέα και των πιστών «επικαλείσθαι και ανυμνείν την πανύμνητον» και «ως αν μείζονος της παρά ταύτης επιτύχοιμεν βοηθείας» δηλ. για να επιτύχουμε μεγαλύτερη βοήθεια από τη Θεοτόκο.

Και συνεχίζοντας ο Άγιος Συμεών λέει, ότι η ύψωση έχει σκοπό να έχομε την Παναγία βεβαία βοηθό σε όλες τις ανάγκες και τις περιστάσεις. Αναφέρει δε ότι έχει προσωπική πείρα αυτής της βοήθειας αλλά καταθέτει και την μαρτυρία άλλων αξιοπίστων προσώπων. (Διάλογος κεφ. 357) («εν πάσαις ημών χρείαις και περιστάσεσι βοηθόν αυτήν και φρουρόν ούσαν ασφαλεστάτην… και πλείστης τυγχάνομεν εκ του ανυψούσθαι τον άρτον τούτον βοηθείας, ως και ημείς πείρα πολλάκις έγνωμεν και παρά πολλών άλλων αξιοπίστων εμάθομεν»).

Η προσφορά του αντιδώρου προς ύψωση, που γίνεται σήμερα από τον ιερέα μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων παραπέμπει στη συνήθεια της υψώσεως της Παναγίας. 

Είναι γνωστό ότι το αντίδωρο συμβολίζει το «σώμα της Θεοτόκου» επειδή από τον άρτο της προθέσεως είχε αφαιρεθεί ο «Αμνός», (τετράγωνο κομμάτι του προσφόρου με τη σφραγίδα ΙΣ- ΧΡ- ΝΙ-ΚΑ), όπως ο Χριστός γεννήθηκε από την Παναγία. Η σταυροειδής ύψωση του αντιδώρου γίνεται όπως θα γινόταν και η ύψωση της Παναγίας.

Α.Χ. Θεολόγος

Τότε θα λιγοστέψουν


Όσο πληθαίνουν οι αμαρτίες και οι κακίες στον κόσμο, τόσο πληθαίνουν και οι παιδαγωγικές επισκέψεις, δηλαδή ο λιμός, οι σεισμοί, οι πόλεμοι, οι πάσης φύσεως αρρώστιες και ο θάνατος. 

Η μέριμνά μας, των χριστιανών, είναι να εγκαταλείψουμε τις αμαρτίες, να συμφιλιωθούμε με τον Θεό και να έχουμε φόβο Θεού, ταπείνωση και υπομονή, και τότε όλες αυτές οι ταλαιπωρίες θα λιγοστέψουν και θα μας είναι πολύ ωφέλιμες για τη σωτηρία μας.

Γέροντας Κλεόπα Ηλίε

Ο Χριστός της εκκλησίας...


Είναι το λιγότερο αφελές, να λες ότι πιστεύω στον Χριστό ή σε αυτά που είπε ο Χριστός αλλά όχι στην εκκλησία. Μα ο Χριστός που λες ότι πιστεύεις είναι της εκκλησίας. 

Είναι οι καταγραφές και η εικόνα που έχουν οι πρώτες εκκλησιαστικές κοινότητες. Δεν υπάρχει Χριστός έξω από την εκκλησία. Τα ευαγγέλια μέσα από τα οποία αντλούμε εικόνα του λόγου και της παρουσίας του Χριστού, είναι η καταγραφή της αρχαϊκής εκκλησίας. 

Αυτή διασώζει την πίστη περί του Χριστού. Ο Χριστός δεν έγραψε κανένα βιβλίο, η εκκλησία έγραψε γι αυτόν. Οπότε Χριστός και εκκλησία δεν διαχωρίζονται. 

Τώρα εάν θέλεις να πεις ότι κάποιες φορές μέσα στην δισχελιετή πορεία της, η χριστιανική εκκλησία ως ανθρώπινος φορέας έκανε λάθη και εξέκλινε του ρόλου της έχοντας στην πορεία της και μαύρες σελίδες, κατ' αρχήν θα συμφωνήσω και επιπροσθέτως θα απαντήσω με τα λόγια του μεγάλου Γάλλου συγχρόνου φιλοσόφου Ζαν-Λυκ Μαριόν: 

«Ποτέ δεν είχα την ελάχιστη πρόθεση να πάψω να είμαι Χριστιανός. Για πολλούς λόγους. Γιατί πιστεύω ότι ο Χριστιανισμός είναι απολύτως αληθής. Εντελώς. Και όσο έχω μελετήσει φιλοσοφία, ιστορία της φιλοσοφίας, λογοτεχνία κι όλα τα υπόλοιπα, τόσο πεπεισμένος είμαι γι’ αυτό. 

Το ότι μπορώ να κάνω μια λίστα με σφάλματα, δεν είναι λόγος να αφήσω την Εκκλησία. Όπως δεν είναι λόγος το να πω ότι η Εκκλησία δεν είναι τέλεια. Πώς θα μπορούσε να είναι τέλεια αφ’ ης στιγμής αποτελείται από αμαρτωλούς;»

«Σώπα, τον άρπαξε η Θεία Χάρη»!


Μαρτυρίες για τη Θεία Λειτουργία

Στη Μονή του Αγίου Σάββα (στα Ιεροσόλυμα) γνώρισα και τον ιερομόναχο Γερμανό. Αυτός καταγόταν από την Κέρκυρα και ασπάσθηκε τον μοναχισμό από νεαρής ηλικίας. Απλός, άκακος, απονήρευτος, μειλίχιος, ταπεινός και υπόδειγμα αληθινού μοναχού. 

Στη Μονή του Αγίου Σάββα υπάρχει η συνήθεια, στη λειτουργία, όταν γίνει η μεγάλη είσοδος, ο νεωκόρος να τραβάει τα παραπετάσματα που είναι δεξιά και αριστερά της αγίας τράπεζας, και ο λειτουργός ιερέας κλείνεται, κατά κάποιο τρόπο, στην αγία τράπεζα. Αυτό γίνεται για να αφιερωθεί εντελώς ο λειτουργός ιερέας στην τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. 

Κατά την τετάρτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής το έτος 1888 ιερουργούσε στον καθολικό (κεντρικό) ναό ο ιερομόναχος Γερμανός. Εγώ ήμουν στον δεξιό χορό μαζί με τους ψάλτες. Κοντά μου στεκόταν ο ιερομόναχος Κύριλλος, αδελφός της Μονής, ηλικίας εβδομήντα ετών. Αφού έγινε η μεγάλη είσοδος και εισήλθε στο θυσιαστήριο (το άγιο βήμα) με τα τίμια δώρα ο λειτουργός ιερομόναχος Γερμανός, έσυρε ο νεωκόρος τα δεξιά και αριστερά της αγίας τράπεζας παραπετάσματα. 

Όταν ο ιερουργών Γερμανός εξήλθε στη βασιλική θύρα, για να ευλογήσει το εκκλησίασμα, μου φάνηκε το πρόσωπό του ως φλόγα πυρός. Νόμισα ότι κάτι δυσάρεστο του συνέβη και είπα με συγκίνηση προς τον ιερομόναχο Κύριλλο που στεκόταν κοντά μου: 

«Τι έπαθε ο παπα-Γερμανός;» 

«Σώπα», μου λέει, «τον άρπαξε η θεία χάρη. Δεν είναι πλέον πνευματικά σε αυτό τον κόσμο, βρίσκεται πνευματικά στον ουρανό· δεν βλέπεις ότι μηχανικά και σαν αφηρημένος κάνει τις κινήσεις;» 

Του λέω: «Πρώτη φορά το έπαθε αυτό ή και άλλοτε;» 

«Πάντοτε όταν ιερουργεί, του συμβαίνει αυτό». 

Από τότε παρατηρούσα και πάντοτε, όταν ιερουργούσε, αρπαζόταν από τη θεία χάρη. Δεν τολμούσα όμως να του πω τίποτε. 

Όταν χειροτονήθηκα ιερέας, είπα μια μέρα προς αυτόν: 

«Παπα-Γερμανέ, διάβασα σε ιερά βιβλία ότι πολλοί ιερείς παλιά, όταν έκαναν τη μεγάλη είσοδο κρατώντας τα τίμια δώρα, δεν πατούσαν στη γη, αλλα φέρονταν στον αέρα. Υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι ιερείς;» 

«Μη αμφιβάλλεις», μου είπε, «μη τυχόν και πάθεις και συ κάτι τέτοιο!»

Και όντως, την επόμενη Κυριακή, κατά την οποία ήμουν εφημέριος, λειτουργούσα στον καθολικό ναό της Μονής. Όταν βγήκα στη μεγάλη είσοδο κρατώντας επί της κεφαλής μου το άγιο δισκάριο με τον άγιο άρτο και στο δεξί μου χέρι το Άγιο Ποτήριο με το Άγιο Αίμα, ύψωνα τα πόδια μου διότι δεν έβρισκα στερεό έδαφος να πατήσω· ο δε ιερομόναχος Γερμανός στεκόταν μέσα στο θυσιαστήριο.

Όταν τελείωσε η θεία λειτουργία πήγα στο δωμάτιό μου για να ησυχάσω λίγο. Μετά παρέλευση μιας ώρας ήλθε ο ιερομόναχος Γερμανός και μου λέει: «Γιατί σήμερα, κατά τη μεγάλη είσοδο, σήκωνες τα πόδια σου;» «Πάτερ Γερμανέ», του είπα, «δεν ξέρω τι μου συνέβη· δεν έβρισκα στερεό έδαφος να πατήσω». 

«Αυτό είναι», μου είπε, «μεταφερόσουν στον αέρα κρατούμενος από θείους αγγέλους. Πίστευε λοιπόν και μη ερεύνα, διότι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι μέγα μυστήριο». 

«Μα μόνο κατά τη μεγάλη είσοδο κρατούν τον λειτουργό οι θείοι άγγελοι στον αέρα;» 

«Ναι· διότι τότε φέρει επάνω του τα τίμια δώρα· όταν τα αποθέσει, τότε η χάρη ενεργεί στο πνεύμα του λειτουργού, το οποίο μεταρσιώνεται στον φωτεινό και ουράνιο κόσμο». 

«Πάτερ Γερμανέ», του είπα μια μέρα, «σε παρακαλώ, πες μου, παρίστανται άγγελοι κατά τον καιρό της θείας ιερουργίας;» 

«Μάλιστα», μου λέει, «παρίστανται με ευλάβεια και άπειρο σεβασμό. Και αν ο λειτουργός είναι άξιος, αισθάνεται την παρουσία των αγγέλων και πνευματικά στο βάθος της καρδιάς ακούει την αγγελική μελωδία, με την οποία υμνούν το πανάγιο όνομα της Παναγίας Τριάδος, ενώ το πνεύμα του γεμίζει θεία ευφροσύνη και αρπάζεται από τη θεία χάρη σε πνευματική θεωρία και νοερά αισθάνεται το ουράνιο εκείνο φως, τον Θεό. Οι δε θείοι άγγελοι που είναι στο θυσιαστήριο υποβοηθούν νοερά το πνεύμα του ιερουργού στο να φαντάζεται τα ουράνια κάλλη και το ύψος της θυσίας». 

Τη στιγμή εκείνη αλλοιώθηκα πνευματικά, ενώ ο Γερμανός δάκρυσε και με πολλή συγκίνηση μου είπε: 

«Πάτερ Ιωακείμ, αν ξέραμε ποια δόξα και πνευματική ευφροσύνη παρέχει σ’ εμάς η κοινωνία των θείων Μυστηρίων, τα πάντα θα θυσιάζαμε, και την ίδια τη ζωή μας, για να κοινωνήσουμε αξίως. Η θεία Κοινωνία μας ενώνει ή, να πω καλύτερα, μας συνταυτίζει με τον Χριστό και μας κάνει όχι κατά φύση, αλλά κατά χάρη υιούς Θεού, σύμφωνα με το ρητό: Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα, εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ (Ιω. 6:54)».

Από το βιβλίο: Απομνημονεύματα του αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη. 
Τόμος Α’. Έκδ. Ι. Κ. «Σύναξις των Αγίων Αναργύρων», Άγιον Όρος 1998, σελ. 145.

Εγώ να διαμαρτύρομαι…


«Ιησού μου γλυκύτατε! Εσύ που ήσουν ο αναμάρτητος Θεός, υπέμεινες τόσα και τόσα κακά, τόση αντιλογία, τόσες ύβρεις και χλευασμούς από ένα τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων που σε μισούσαν και είχαν μεγάλη κακία απέναντι σου. 

Και εσύ με ανεξικακία όλα αυτά τα υπέμεινες για τη δική μου αγάπη και σωτηρία. 

Και εγώ ένας αμαρτωλός άνθρωπος, ένας εμπαθής και ελεεινός να διαμαρτύρομαι και να λέω, γιατί μου βάζει ο Γέροντας το πικρό φάρμακο της σωτηρίας μου; Άξια αυτών που έπραξα απολαμβάνω. 

Επομένως δεν έχω ούτε μια δικαιολογία αλλά μόνο πρέπει να κάνω υπομονή να σηκώσω το Σταυρό τον οποίο μου χάρισε η αγαθότητά Σου προς σωτηρία μου».

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον 
κα΄ 43 - 46 
Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ' ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς· 44καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ' ὃν δ' ἂν πέσῃ λικμήσει αὐτόν. 45καὶ ἀκούσαντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολὰς αὐτοῦ ἔγνωσαν ὅτι περὶ αὐτῶν λέγει· 46καὶ ζητοῦντες αὐτὸν κρατῆσαι ἐφοβήθησαν τοὺς ὄχλους, ἐπειδὴ ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. 

Νεοελληνική απόδοση:
Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, ὅτι θὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ σᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δοθῇ εἰς ἔθνος, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποφέρῃ τοὺς καρπούς της, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ πέσῃ πάνω σ’ αὐτὸν τὸν λίθο, θὰ συντριβῇ, καῖ ἐκεῖνον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ πέσῃ, θὰ τὸν κάνῃ κομμάτια». Καὶ ὅταν ἄκουσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολάς του, κατάλαβαν ὅτι μιλεῖ γι’ αὐτοὺς. Καὶ ἐνῷ ἐζητοῦσαν νὰ τὸν συλλάβουν, ἐφοβήθηκαν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, διότι τὸν ἐθεωροῦσαν προφήτην.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


«Το βάρος των θλίψεων που υπομένουμε για τον Κύριο, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το βάρος της δόξας που μας αναμένει.» 

Αγ. Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης

Κάθε μέρα ζούμε ένα Θαύμα, αλλά δεν το δίνουμε σημασία!


Κάποια γυναίκα βγήκε από το σπαραλιασμένο αυτοκίνητό της και φώναζε:

«Θαύμα!» «Θαύμα!» Είμαι ζωντανή!

Πήρε να αγκαλιάζει όποιον έβρισκε μπροστά της και να ευχαριστεί συνεχώς.

«Θαύμα!» έλεγε και ξανάλεγε…

Αλήθεια πόσοι από μας, θεωρούμε ως θαύμα, αν δούμε κάποιον να θεραπεύεται με μια προσευχή, να γλυτώνει από βέβαιο θάνατο, να ανασταίνεται…

Αλλά ξεχνάμε πως ίσως το μεγαλύτερο θαύμα από όλα είναι να είσαι ζωντανός, να περπατάς πάνω στη γη! Να μπορείς να χαίρεσαι τον γαλάζιο ουρανό, τη φύση, τους φίλους σου…

Να μπορείς να κλαις, να γελάς, να σκέφτεσαι, να ονειρεύεσαι… Θαύμα είναι εκείνα τα καταπληκτικά παιδικά μάτια που λάμπουν από αθωότητα, θαύμα είναι το ξημέρωμα, το δειλινό, το άρωμα της βροχούλας, το άρωμα των ανοιξιάτικων λουλουδιών!

Κάθε μέρα ζούμε ένα θαύμα αλλά δεν του δίνουμε σημασία!

Ο Θεός μας έδωσε μια ζωή γεμάτη από θαύματα!

Αξίζει να αφιερώνουμε λίγο χρόνο κάθε μέρα, να αναλογιζόμαστε τα θαύματα που υπάρχουν γύρω μας και να δοξάζουμε γι’ αυτά τον Δωροδότη Δημιουργό και Κύριο μας!

«Μη φοβάσαι, δεν θα πεθάνεις· θα νικήσεις τον θάνατο!»


Το 1985 επισκέφθηκε τον Πατέρα Παΐσιο στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου μία καρκινοπαθής γυναίκα τριαντά έξι ετών από την Θάσο. Ήταν σε κακή κατάσταση, και οι γιατροί της είχαν δώσει ελάχιστο χρόνο ζωής.

Ο Γέροντας την σταύρωσε με τον Σταυρό του, προσευχήθηκε για λίγη ώρα και αμέσως της είπε:

– Μη φοβάσαι, έχεις να κάνης πολλή δουλειά ακόμη. Είναι και ο Άγιος Παντελεήμων.

Μαζί με την ευχή του της έδωσε και έναν ξύλινο Σταυρό λέγοντας:

– Αυτόν θα τον έχης πάντα μαζί σου και μη φοβάσαι.

Όταν η γυναίκα γύρισε στην Θάσο, ανέβηκε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, τον οποίο ευλαβείτο από μικρή, και τον παρακάλεσε θερμά. Είχε μέσα της την βεβαιότητα ότι, αφού ο Πατήρ Παΐσιος της μίλησε έτσι, τελικά δεν θα πεθάνη. Όπως και έγινε· μέσα σε έναν μήνα άρχισε να ανακτά τις δυνάμεις της και ένιωθε πολύ καλύτερα.

Οι δικοί της επέμεναν να πάη στην Αγγλία, όπου είχε χειρουργηθή, για να γίνουν νέες εξετάσεις. Εκείνη όμως είχε όλη την ελπίδα της στον Θεό και στον Πατέρα Παΐσιο. Όταν τον επισκέφθηκε ξανά, τον ρώτησε:

– Γέροντα να πάω στην Αγγλία;

– Ξέρω της είπε, οι δικοί σου ανησυχούν· αν θέλης πήγαινε, αλλά μην φοβάσαι τίποτε. Και βλέποντας μέσα της κάποιον ενδοιασμό, πρόσθεσε:

– Μη φοβάσαι, δεν θα πεθάνης· θα νικήσης τον θάνατο!

Εκείνη ακριβώς την στιγμή, η γυναίκα είδε το πρόσωπο του Οσίου να λάμπη, σαν να είχε φέξει επάνω του ένας δυνατός προβολέας!

Από τότε ούτε ξανασκέφτηκε να πάη στην Αγγλία, ούτε εξετάσεις έκανε. Μόνον, όταν ο Πατήρ Παΐσιος έβγαινε από το Άγιον Όρος, τον επισκεπτόταν για να πάρη την ευχή του. Ένιωθε ότι επισκέπτεται τον καλύτερο γιατρό και τον ρωτούσε με τρόπο για την υγεία της:

– Γέροντα πώς με βλέπετε;

Εκείνος πάντα της έλεγε:

– Μη φοβάσαι, είσαι καλά. Μη φοβάσαι, δεν υπάρχει τίποτε.
Αυτό το επιβεβαίωσε και ο γιατρός από την Αγγλία, ο οποίος ήταν Έλληνας και, όταν βρέθηκε στην Θάσο και την συνάντησε, την ρώτησε έκπληκτος:

– Τι έκανες και έγινες καλά;

Του απάντησε:

– Πήγα στον Πατέρα Παΐσιο, με βοήθησε και ο Άγιος Παντελεήμων.

Μαρτυρία η οποία περιέχεται στο βιβλίο ο “Άγιος Παΐσιος, ο Αγιορείτης”, 
έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος”, Βασιλικά Θεσσαλονίκης.

Λαμπρότερη από το χρυσάφι


Το άγιο αίμα του Κυρίου που κοινωνούμε, ποτίζει την ψυχή μας και της δίνει μεγάλη δύναμη. 

Όταν το μεταλαβαίνουμε άξια, διώχνει τους δαίμονες μακριά και φέρνει κοντά μας τους αγγέλους και τον Κύριο των αγγέλων. 

Αυτό το αίμα είναι η σωτηρία των ψυχών μας, μ’ αυτό λούζεται η ψυχή, μ’ αυτό στολίζεται, κάνει το νου μας λαμπρότερο από τη φωτιά, την ψυχή μας λαμπρότερη από το χρυσάφι.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Αυτή είναι η σωστή αρχή στην πνευματική ζωή!


Για μια σωστή αρχή στην πνευματική ζωή… να μην κατηγορείς ποτέ κανένα… να μήν κοροιδεύεις… να μην οργίζεσε… να μην περιφρονείς… μην λες ο μεν ζει ενάρετα ή ο τάδε άσωτα διότι αυτό ακριβώς είναι το μη κρίνετε…

Όλους να τους βλέπεις το ίδιο και με την ίδια διάθεση με την ίδια σκέψη και με απλή καρδιά… μην ανοίγεις το αυτί σου σε εκείνον που κατακρίνει ούτε πολύ περισσότερο να ευχαριστείσε και να συμφωνείς με όσα λέει… να κρατάς το στόμα σου κλειστό στα λόγια τα πολλά και πρόθυμο στην προσευχή…

Βάζε τον εαυτό σου κάτω απ’ όλους και τότε θα ζεις συντροφιά με τον Χριστό… αγωνίζου να μην φαντάζεσε με τον νου σου ότι έφτασες σε μέτρα των αγίων και να θεωρείς την προσευχή σου σαν του χειρότερου αμαρτωλού…

Ποτέ μην ξεθαρεύεις για τα καλά σου έργα γιατί δεν ξέρεις αν είναι αρεστά στον Θεό… αν βλέπεις τον συνάνθρωπό σου να σφάλει να τα βάζεις με τον εαυτό σου… ο ταπεινός στην καρδιά γίνετε δοχείο του αγίου Πνεύματος…

Ο ταπεινολόγος κι ο κακομοίρης στην εξωτερική και εσωτερική εμφάνιση δήθεν σωσμένος και αναπαυμένος στις δάφνες των αρετών του δήθεν ή πραγματικών γίνετε δοχείο του δικού του οινοπνεύματος…

Πρεσβύτερος Εμμανουήλ Εμμ. Γεωργιακάκης

Μπορεί να γίνει γιορτή ο θάνατος;


Τι όμορφη αλήθεια λέξη και έννοια, η κοίμησης. Κοίμησης της Θεοτόκου. Δηλαδή ανάπαυσης, καταλαγή, ησυχία, θαλπωρή, παύση των δεινών που συντροφεύουν τον ενθάδε βίο των ανθρώπων. 

Αλήθεια μπορεί κανείς να πανηγυρίζει ένα θάνατο; Αυτό τον βίαιο χωρισμό της ψυχής από το σώμα; Την απώλεια και τον αποχωρισμό; Μια γέννηση σαφέστατα φέρει χαμόγελα και αναδεικνύει ένα κλίμα εορτής, αλλά ένας θάνατος, που ξανακούστηκε αυτό; 

Κι όμως στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση οι εορτές των Αγίων είναι κατεξοχήν την ημέρα της κοιμήσεως τους, δηλαδή του θανάτου τους, πράξη που έρχεται να φανερώσει την πεποίθηση και την εμπειρία της εκκλησίας, ότι ο θάνατος δεν αποτελεί μετα Χριστό το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης, τον αφανισμό και την εκμηδένιση. 

Κατά αυτό τον τρόπο η κοίμηση της Παναγίας δεν είναι ρήξη αλλά ένωση, δεν είναι τέλος αλλά αρχή, δεν είναι σκοτάδι αλλά ανεκλάλητο φώς γλυκαίνον τα έλκη « των κουρασμένων κωπηλατών, στις λίμνες των ματαίων λογισμών……». 

Στη λάμψη αυτού του ασυγκρίτου φωτός της εορτής, στις Αυγουστιάτικες αυτές ημέρες , όταν ο φυσικός κόσμος φθάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς και γίνεται ύμνος, δοξολογίας, ακούγονται τα λόγια της κοιμήσεως «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησε, ως γάρ ζωης Μητέρα πρός την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον……». 

Ο θάνατος δεν είναι πλέον το τέλος. Ο θάνατος ακτινοβολεί αιωνιότητα και αθανασία. Δεν είναι λύπη αλλά χαρά. Δεν είναι ήττα αλλά νίκη. Δεν είναι ρήξη αλλα ένωση και συνάντηση. 

Αυτά είναι όσα εορτάζουμε την ημέρα της κοιμήσεως της Παναγίας μητέρας, δηλαδή προγευόμαστε και απολαμβάνουμε στο τώρα της ζωή μας όλα εκείνα που έρχονται στα έσχατα της ιστορίας.

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον 
κα΄ 23 - 27 
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὸ ἱερὸν καὶ διδάσκοντι προσῆλθον αὐτῷ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; καὶ τίς σοι ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν ταύτην; 24ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι, κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. 25τὸ βάπτισμα τὸ Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο παρ' ἑαυτοῖς λέγοντες· Ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· 26ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. 27καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· Οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτός· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. 

Νεοελληνική απόδοση:
Καὶ ὅταν ἦλθε εἰς τὸν ναόν, τὸν ἐπλησίασαν, ἐνῷ ἐδίδασκε, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, καὶ τοῦ εἶπαν, «Μὲ ποιὰν ἐξουσίαν κάνεις αὐτά, καὶ ποιὸς σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν αὐτήν;». Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Θὰ σᾶς κάνω καὶ ἐγὼ μίαν ἐρώτησιν, καὶ ἐὰν μοῦ ἀπαντήσετε, θὰ σᾶς πῶ καὶ ἐγὼ μὲ ποιὰν ἐξουσία κάνω αὐτά. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ ποῦ ἦτο; Ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;». Αὐτοὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν ποῦμε, Ἀπὸ τὸν οὐρανόν, θὰ μᾶς πεῖ, Γιατὶ λοιπὸν δὲν ἐπιστέψατε σὲ αὐτόν; Ἐὰν δὲ ποῦμε, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, φοβούμεθα τὸν λαό, διότι ὅλοι ἔχουν τὸν Ἰωάννην γιὰ προφήτην». Καὶ ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Δὲν γνωρίζομεν». Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Οὔτε καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποιὰν ἐξουσίαν κάνω αὐτά».

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


"Τρία πράγματα νὰ κρατᾶτε στὴ ζωή σας: αὐστηρότητα στὸν ἑαυτό σας, συμπάθεια στοὺς συνανθρώπους σας, καί, πίστη στὸ Θεό. Ὅλα αὐτὰ ἑλκύουν τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ." 

γ. Ιωσήφ Βατοπαιδινός

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Ο «βίαιος εμπρησμός»


Στάρετς Βαρσανούφιος

“Είπε ο Γέροντας:
 — Κάποτε είδα το έξης όνειρο: Περπατούσα στο δάσος. Και νάσου, μπροστά μου, ένας κορμός δένδρου. Ήσυχα και ήρεμα κάθισα επάνω του. Ξαφνικά αισθάνθηκα τον κορμό να κινείται. Πηδάω επάνω. Και βλέπω ένα τεράστιο φίδι. Το έβαλα στα πόδια. Αφού βγήκα από το δάσος γυρίζω πίσω και βλέπω το δάσος στις φλόγες. Και στην μέση της φωτιάς, κουλουριασμένο το φίδι. Δόξα τω Θεώ, αναφώνησα, πού κατάφερα και έφυγα. Τί με περίμενε, αν έμενα στο δάσος!
Για αρκετό καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω, τί να σήμαινε το όνειρο. Μέχρι πού, κάποια ήμερα, μού το εξήγησε ένας μεγαλόσχημος:
 «Δάσος» είναι ο κόσμος. Οι άνθρωποι, πού ζουν στο κόσμο, αμαρτάνουν χωρίς να έχουν καμιά αίσθηση της αμαρτίας. Στον κόσμο υπάρχουν όλες οι κακίες: αλαζονεία, πορνεία, κολακεία, κλοπή. Και εγώ κάποτε έτσι ζούσα, χωρίς ποτέ να σκέφτομαι κάτι το διαφορετικό.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησα, πώς, αν συνέχιζα να ζω όπως ζούσα μέχρι τότε, θα χανόμουν. Μια για πάντα. Γιατί, μετά τον θάνατο, ζωή υπάρχει μόνο για τούς δικαίους.
Τούς αμαρτωλούς τούς περιμένουν ατελεύτητα βάσανα. Μόλις λοιπόν είδα το θηρίο να κινείται, το κατάλαβα πια, ότι ήταν πλέον επικίνδυνο να μείνω καθισμένος επάνω του. Έτσι, όταν εγκατέλειψα τον κόσμο και τον κοίταζα από το μοναστήρι, το είδα, πώς όλος ο κόσμος καιγόταν μέσα στα πάθη του. Αυτός είναι ο «βίαιος εμπρησμός», τον οποίο αναφέρει ο άγιος Ανδρέας στον Μεγάλο Κανόνα του.”

Από το βιβλίο «Ρήματα ζωής-Το ημερολόγιό μου»Όσιος στάρετς Νίκων Μπελιάεβ

Δεν χωρίστηκε


Θα προσκυνήσεις και τις εικόνες των αγίων, επειδή αυτοί συσταυρώθηκαν με τον Κύριο, κάνοντας στο πρόσωπό σου το σημείο του σταυρού και φέρνοντας στο νου σου τη συμμετοχή τους στα παθήματα του Χριστού. 

Θα προσκυνήσεις, επίσης, και τα άγια σκηνώματά τους και κάθε λείψανο των οστών τους, γιατί δεν χωρίστηκε απ’ αυτά η χάρη του Θεού, όπως ακριβώς δεν χωρίστηκε η θεότητα από το προσκυνητό σώμα του Χριστού κατά τον ζωοποιό Του θάνατο.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος 

Εσένα μόνον θέλω


Η ζωή άνευ του Χριστού, ο θάνατος άνευ του Χριστού, η αλήθεια άνευ του Χριστού, ο ήλιος άνευ του Χριστού και τα σύμπαντα χωρίς Αυτόν, – όλα είναι τρομερή ανοησία, ανυπόφορον μαρτύριον, σισύφειος βάσανος, κόλασις! 

Δεν θέλω ούτε την ζωήν, ούτε τον θάνατον άνευ Σού, Γλυκύτατε Κύριε! Δεν θέλω ούτε την αλήθειαν, ούτε την δικαιοσύνην, ούτε τον παράδεισον, ούτε την αιωνιότητα. 

Όχι, όχι! Εσένα μόνον θέλω. Εσύ μόνο να είσαι εις όλα, εν πάσι και υπεράνω όλων!….

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

«Ἐπί σοί Χαίρει, Κεχαριτωμένη. Πᾶσα ἡ κτίσις» (Φώτης Κόντογλου)


«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων· χείλη δὲ πιστῶν τὴ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνὴν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω· Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή». «Ἐσένα ποὺ εἶσαι ζωντανὴ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς μὴ σὲ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλὰ χείλια πιστὰ ἂς ψάλλουνε δίχως νὰ σωπάσουνε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ πεῖ τὴ φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ποὺ εἶπε «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί») κι ἂς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ᾿ ὅλα Παρθένε ἁγνή».

Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιὸ πολλοὶ σήμερα, τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ προσπέσουμε μὲ δάκρυα καυτερὰ στὴν Παναγία καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Θεόδωρο Δούκα τὸ Λάσκαρη, ποὺ σύνθεσε μὲ συντριμένη καρδιὰ τὸν παρακλητικὸ κανόνα: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μὲ ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σὰν τὰ μελίσσια ποὺ τριγυρίζουνε γύρω στὴν κερήθρα, ἔτσι κ᾿ ἐμένα μὲ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καὶ πέσανε ἀπάνω στὴν καρδιά μου καὶ τὴν κατατρυπᾶνε μὲ τὶς φαρμακερὲς σαγίτες τους. Ἄμποτε, Παναγιά μου, νὰ σὲ βρῶ βοηθό, νὰ μὲ γλύτωσεις ἀπὸ τὰ βάσανα». 

Μὰ ποιὸς ἀπό μας γυρεύει βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι᾿ ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Γυρεύουμε βoήθεια ἀπὸ τὸ κάθε τί, παρεκτῶς ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλὰ τί βοήθεια μποροῦνε νὰ δώσουνε στὸν ἄνθρωπο τὰ εἴδωλα τὰ λεγόμενα «ἐπιστήμη» καὶ «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ ἀναχωρητὴς λέγει: «Σ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους ποὺ πορεύονται οἱ ἄνθρωποι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο δὲv βρίσκουνε σὲ κανένα τὴν εἰρήνη, ὡς ποὺ vα σιμώσουμε στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. 

Μὰ ἀλλοίμονο οἱ πιὸ πολλοὶ ἄvθρωποι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δὲν ἔχει τὴν πίστη μέσα στὴν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νἄχει; Ὅπου ν᾿ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ ὑμνογράφος ποὺ εἴπαμε, λέγει στὴν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον, θερμὴ προστασία, καὶ τὴν βοήθειαν δός μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίω». «Ὅλα, λέγει τὰ δοκίμασα, μὰ κανένα πράγμα δὲ μπόρεσε vα μὲ ξαλαφρώσει. Γιὰ τοῦτο φωνάζω Ἐσένα μὲ θρῆνο πικρόν, καὶ λέγω: Πρόφταξε καὶ δόσε τὴ βοήθειά σου σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι᾿ ἄθλιο δοῦλο σου».

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρὰ τῶν πικραμένων, τὸ ραβδὶ τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καρφώθηκε ἀπάνω στὸ ξύλο: κ᾿ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ καταφεύγουμε σὲ Κεiνη ποὺ τὴν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή», «Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα», «Ὀξεία ἀντίληψη», «Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καὶ χίλια ἄλλα ὀνόματα, ποὺ δὲν βγήκανε ἔτσι ἁπλὰ ἀπὸ τὰ στόματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ποὺ πιστεύανε καὶ ποὺ πονούσανε. 

Μονάχα στὴν Ἑλλάδα προσκυνιέται ἡ Παναγία μὲ τὸν πρεπούμενο τρόπο ἤγουν μὲ δάκρυα μὲ πόνο καὶ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη. Γιατὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπὸ κάθε λογῆς βάσανο. Κι᾿ ἀπὸ τούτη τὴν αἰτία τὸ ἔθνος μας στὰ σκληρὰ τὰ χρόνια βρίσκει παρηγοριὰ καὶ στήριγμα στὰ ἁγιασμένα μυστήρια της ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καὶ παραπάνω ἀπὸ ὅλα στὸ Σταυρωμένο τὸ Χριστὸ καὶ στὴ χαροκαμένη μητέρα του, ποὺ πέρασε τὴν καρδιά της σπαθὶ δίκοπο. 

Σὲ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τὴν Παναγία μὲ τραγούδια κοσμικά, σὰν νἆναι καμιὰ φιληνάδα τους, μὰ ἐμεῖς τὴν ὑμνολογοῦμε μὲ κατάνυξη βαθειά, θαρρετὰ μὰ μὲ συστολή, μὲ ἀγάπη μὰ καὶ μὲ σέβας,σὰν μητέρα μας μὰ καὶ σὰν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας νὰ τὴ δεῖ τί ἔχει μέσα καὶ νὰ μᾶς συμπονέσει. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, «τὸ χαροποιὸν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμὸς ὁ γλυκερὸς τοῦ ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καὶ ἡ δωδεκάτειχος πόλις». 

Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικὸ περιβόλι ποὺ μοσκοβολᾶ ἀπὸ λογῆς-λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καὶ τὰ πιὸ μυρουδικά, τὰ πιὸ ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καὶ μαζί της χαίρεται μὲ μία χαρὰ πνευματική: «Ἐπὶ Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος, ἡγιασμένε ναὲ καὶ παράδεισε λογικέ, παρθενικὸν καύχημα, ἐξ ἧς Θεὸς ἐσαρκώθη καὶ παιδίον γέγονεν ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς ἡμῶν». 

Ἀπορεῖς τί νὰ πρωτοδιαλέξεις ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πῶς ὁ ἀγέρας, τὰ βουνά, οἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τὰ χωριὰ οἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματικὴ ἀπ᾿ αὐτὸ «τὸ χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ᾿ αὐτὴ «τὴν μανναδόχον στάμνον ποὺ ἔχει μέσα «μύρον τὸ ἀκένωτον». 

Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μὲ τὄνομά της, τὰ βουνά μας, οἱ κάμποι, τὰ νησιά, τ᾿ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπὸ τὰ ξωκκλήσια της, τὰ καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στὴ μάσκα καὶ στὴν πρύμη τὸ γλυκύτατο τόνομά της. Ἀληθινὰ στὴν Ἑλλάδα μας «ἐπὶ Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «Γιὰ Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση. Σήμερα ποὺ κοιμήθηκες, θαρεῖς πὼς ἡ χαρὰ γίνηκε πιὸ μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σὲ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντὶ νὰ ἀποσκιάσει καὶ πλημμύρησε τὶς καρδιές μας.

Σήμερα τ᾿ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στὰ κουρασμένα πρόσωπά μας, τὰ δέντρα σὰν νὰ γενήκανε πιὸ χλωρά, τ᾿ αὐγουστιάτικο κύμα σὰν νὰ ἀρμενίζει πιὸ δροσερὸ μέσα στὸ πέλαγο καὶ ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη, τὸ κάθε τί πανηγυίζει κι᾿ ἀγάλλεται... Ὤ! Τί θάνατος λοιπὸν εἶναι αὐτός, ποὺ γέμισε τὴν οἰκουμένη καὶ τὶς καρδιές μας μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀθανασίας! Καὶ καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδὸς σήμερα: «Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν». Ἀληθινὰ λέγει καὶ σ᾿ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς...».

Ἀλλὰ τὸ ξαναλέγω. Τί νὰ πεῖ κανένας πρῶτα καὶ τί ὕστερα, ἀπὸ τὰ τόσα πνευματικὰ ὑμνολογήματα ποὺ προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιὲς στὴν Παναγία, στὸ «Ῥόδον τὸ ἀμάραντον», ποὺ μοσκοβόλησε καὶ ἅγιασε τὴν καταβασανισμένη τὴν Ἑλλάδα! Τὴν ὑμνολογήσανε μὲ τὰ λόγια, μὲ τὴν ψαλμωδία, μὲ τὴ ζωγραφική, μὲ τὸ σκαλισμένο ξύλο, μὲ τ᾿ ἀσήμι, μὲ τὸ μάλαμα, μὲ τὸ κηρομάστιχο, μὲ κάθε τίμιο κι᾿ ἁγιασμέvο πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμέψει στὸν ἄνθρωπο γιὰ vα μπορέσει vα δείξει τὴν ἀγάπη του, τὸ σέβας του, τὴ χαρά του, τὴν πίκρα του, κι᾿ ὅτι ἄλλο ἁγνὸ αἴσθημα ἔχει μέσα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τὸ νὰ πιάσει κανένας νὰ τὰ ἱστορήσει καταλεπτῶς, θὰ ἤτανε σὰν νάθελε vα μετρήσει τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιὰ τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστὰ λουλούδια ἀπὸ τῆς ὑμνωδίας τὸ ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς».

Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἂς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπὸ τὶς Καταβασίες τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ποὺ εἶναι τὸ βυζαντινώτατο, ὅλη ἡ Κωνσταντιούπολη πνευματικὰ πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλὰ ἐκείνη τὴν ἐξαίσια γ´ ᾠδὴ ποὺ λέγει: «Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καὶ ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».

Οὐράνια ἀπηχήματα!: «Τοὺς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, ποὺ συγκροτήσανε ἕναν πνευματικὸ θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ζωντανὴ ὡς ἄφθονη πηγή. Καὶ μὲ τὴ θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νὰ φορέσουνε τῆς δόξας τὰ στέφανα», Ἀμὴ ἡ θ´ ᾠδὴ ποὺ λέγει: «Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δὲ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καὶ βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε». Ἀμὴ ἐκείvα τὰ πανηγυρικὰ αὐτόμελα ποὺ ψέλνουνε στὸν ἑσπερινὸ τῆς Κοιμήσεως, μὲ μέλος θριαμβευτικὸ καὶ μὲ πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια! Ποιὸς χριστιανὸς Πίνδαρος τὰ σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! «Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλίμαξ πρὸς oυραvὸv ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανή, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. 

Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σου ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος». Ποταμὸς μέγας καὶ βουερὸς ἀναβρύζει καὶ μᾶς δροσίζει, καὶ πίνουνε νερὸ δροσερὸ ψυχὲς ξερὲς καὶ διψασμένες! Κύτταξε πάθος καὶ μεράκι ποὺ ξελοχίζει ἀπὸ καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντὶ νὰ κλάψει γιὰ τὴν Παναγία ποὺ εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στὴν κλίνη της, τυλιγμένη μὲ τὸ μαφόρι της μὲ κλεισμένα τὰ μάτια της ποὺ δίνανε παρηγοριὰ στὴν ἀνθρωπότητα, μὲ σταυρωμένα τὰ ἄχραντα χέρια της, ποὺ βαστάξανε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σὰν τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀντὶς λέγω νὰ κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς κείτεται στὸ μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μὲ δάκρυα στὰ μάτια, πλὴν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεσθημανή, ποὺ ἔχεις θησαυρισμένο τὸ ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου». 

Κ᾿ ὕστερα στρέφει στοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶναι μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς λέγει μὲ τὸν ἴδιο πνευματικὸ οἶστρο. «Ἂς κράξουμε ὅλοι μαζὶ στὴν Παναγία, ἔχοντας γιὰ πρωτοψάλτη τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ποὺ τὴ χαιρέτισε μὲ τὰ ἴδια λόγια κατὰ τὴ χαρoύμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι᾿ ἂς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ δωρίζει στὸν κόσμο μὲ ἐσένα, τὸ μέγα ἔλεος». Θάνατος δὲν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα ποῦ εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς; 

Κι᾿ οὔτε μοιρολόγια καὶ ξόδια θρηνητερά, παρὰ χαρὰ ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη ποὺ ἔχει ἀπιθωμένον ἀπάνω της τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς καὶ τὸ κρασὶ τῆς ἀθανασίας, καὶ πίνουνε οἱ χριστιανοὶ καὶ μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καὶ δὲν βρίσκονται πιὰ μπροστὰ σἕνα λείψανο ποὺ τὸ κηδεύουνε, ἀλλὰ βρίσκονται στὴ Ναζαρέτ, στό σπίτι τὸ χαρούμενο καὶ τὸ μοσκοβολημένο ἀπὸ τὴν παρθενικὴ εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε ποὺ ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατὰ κείνη τὴν ἡμέρα πὤγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καὶ κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σὰ νάναι ἀθάνατοι, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετὰ σοῦ ὁ Κύριος!» Ἡ Κοίμησις γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σὲ χαρά!

Ναί, Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ χαρά, παρὰ μονάχα στὸ Χριστὸ κι᾿ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πὤχει τὴ ρίζα του στὸν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρὲς εἶναι χαρὲς ψεύτικες, χωρὶς ρίζα. «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς. Ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν». 

Τὰ μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα τώρα ποὺ γράφω αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στὴν καρδιά της καὶ μ᾿ αὐτὰ κλαίγει καὶ μ᾿ αὐτὰ χαίρεται. Αὐτὰ τὰ λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μεταλλαχτήκανε σὲ λογῆς-λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καὶ βγήκανε ἀπὸ τὶς καιόμενες καρδιὲς τῶν ἁγίων ἀνθρώτων καὶ εὐωδιάσανε τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὸν ἕναν γινήκανε ὕμνοι, ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰκονίσματα, σὲ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σὲ ἄλλον ψαλμός, σὲ ἄλλον ἐκκλησιὰ μὲ κουμπέδες καὶ μὲ ἁγιατράπεζα, σὲ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καὶ βουβὴ κατάνυξη. 

Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ σταθήκανε πηγὴ καὶ ἔμπνευση καὶ γιὰ τὸ θρηνητικὸ ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νὰ πῶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σὲ ὅσα ἔγραψε γιὰ τὸ «Χαροποιὸν πένθος»: 

«Ὅποιος κλαίγει, λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος, καὶ πικραίνεται γιὰ τὸν Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νὰ δεῖ στὴν ψυχή του τὴν oυράνια καὶ θεία παρηγοριά. Κι᾿ αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ἀλάφρωση, ποὺ παρηγορᾶ τὴν πονεμένη καὶ πικραμένη ψυχή, ὁποῦ θλίβεται γιατὶ χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι καταφαρμακωμένη, σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστή. 

Ὅποιος πορεύεται μ᾿ αὐτὴ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι᾿ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τὸ ἅγιο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μιὰ ὄρεξη πονεμένης καρδιᾶς, ποὺ γυρεύει μὲ μεγάλη θέρμη τὸν Θεὸ ὁποῦ τὸν ἐπιθυμὰ πάντα της. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὴ χαριτωμένη καὶ τὴν ἥμερη καὶ τὴν ἅγια λύπη, ποὺ κάνει τὴν ψυχή σου vα θλiβεται ἀντάμα καὶ νὰ χαίρεται. 

Ἐγώ, λογιάζοντας καλὰ τὴν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι καὶ θαυμάζω, πὼς ἐτοῦτο ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, καὶ ποὺ φαίνεται πολὺ πικρὸ κι᾿ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καὶ σμιγμένη τὴ χαρά, καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τὸ κερὶ μὲ τὸ μέλι στὴν μελόπητα. Καὶ σέρνει ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιωθήκανε μὲ πόθο μεγάλον καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπη, καὶ φοβοῦνται νὰ μὴν τὴν χάσουνε, καὶ τὴν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ᾿ ἀκριβὰ πετράδια καὶ τ᾿ ἀσημοχρύσαφα. 

Εἶναι μιὰ ἥμερη χαρὰ κ᾿ ἕνα θεϊκὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο στολίζει ὁ Θεὸς τοὺς φίλους του, καὶ κάνει νὰ ἔχουνε μίαν ἀληθιvὴ χαρὰ καὶ ὄρεξη γιὰ τὸν Θεό, ποὖναι συντροφιασμένη μὲ κάποια θεραπευτικὴ λύπη ὁποῦ δὲν ἔχει μέσα της καμιὰ σαρκικὴ ἀγάπη, παρὰ μονάχα μιὰ παρηγοριὰ ἀγγελικὴ καὶ οὐράνια, μὲ τὴν ὁποία παρηγορᾶ ὁ Θεὸς κρυφὰ ἐκείνους ποὺ συντρίβουνε μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση τὴν καρδιά τους». 

Ἄμποτε νὰ τὴν ἀξιωθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη τῆς Παναγίας ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀμήν.

(Ἀπό τὸ περιοδικὸ «Ἑλληνικὴ Δημιουργία», τ. 37, 1949)

Να γεμίσει η γη με την ευωδία της Παναγίας!


Όλα χωρούν και μπορούν να υπάρξουν στην Εκκλησία. Και τα ρομαντικά και τα ορθολογικά και τα πιο στιβαρά και τα αυστηρά, ακόμα και τα πιο ποιητικά.

Όταν εμπιστεύεσαι κάποιον, τον κερδίζεις. Κι εξασφαλίζεις με τον τρόπο αυτό και τη δική του εμπιστοσύνη και το άνοιγμα. Λέει τότε μέσα του: «Αυτός με εμπιστεύεται. Ε, πώς θα τον απογοητεύσω; Αυτός με αγαπά, με τιμά, με σέβεται. Περιμένει πράγματα από μένα και με θεωρεί άξιο. Περιμένει να 'μαι σωστός στο σχολείο μου, στον γάμο μου, στη δουλειά μου». 

«Σε θεωρώ ικανό». Αυτό να βγάζεις προς τον άλλον. Αλλιώς, τον καταρρακώνεις. Και αν πάρει είδηση ο άλλος ότι του 'χεις κολλήσει αυτή την ετικέτα, ότι «εγώ, ό,τι και αν μου πεις, μέσα μου έχω άσχημη εντύπωση για σένα», τότε είναι που τον έχασες. Λειτουργεί ως εξής η ψυχολογία του έπειτα: 

«Εντάξει, λοιπόν, αφού με ξέρεις ως κακό, θα κάνω ό,τι μπορώ να το επαληθεύσω κιόλας. Για να δικαιωθείς κι εσύ, να δικαιωθώ κι εγώ. Οπότε, δικαίως μετά θα με κατηγορείς». 

Μου έκανε πολλή εντύπωση αυτή η φιλοσοφημένη και ψυχολογημένη συμβουλή του αβά Ποιμένα. Πριν από τόσα χρόνια τόσο σοφά λόγια...

Έρχεται ένα παιδί στο σχολείο. «Γιατί δεν διάβασες;» «Ε, ξέρετε, γιατί... Ηθελα να διαβάσω, ξέρετε, εγώ πολύ νοιάζομαι για το μάθημά σας, αλλά χθες συνέβη κάτι στο σπίτι». Και η αλήθεια είναι ότι δεν συνέβη τίποτα στο σπίτι.

Ολα αυτά θέλουν διάκριση, θέλουν ισορροπία. Να δεις πότε το παιδί κοροϊδεύει συστηματικά και η κοροϊδία αυτή γίνεται τρόπος ζωής, και πότε το λέει επειδή η ψυχούλα του θέλει βοήθεια.

Να εμπιστευτεί και να ανοίξει η καρδιά του, και να πει όλη την αλήθεια. Να 'ρθει να σου πει: «Ξέρεις τι; Δεν διάβασα, γιατί βαριόμουν. Γιατί μας έφεραν ένα ωραίο παιχνίδι στον υπολογιστή και ήθελα να παίξω για πολλές ώρες, και ξεχάστηκα». Αλλά για να κερδίσεις αυτή την εμπιστοσύνη, είναι ανάγκη αυτό: να μην το αποθαρρύνεις γι' αυτό που σου λέει.

Τι είπα σήμερα; Φίλε μου, κατάλαβες τι είπα; Τίποτα συγκεκριμένο. Διάφορα πράγματα από το «Γεροντικό». Πιάστηκα από μερικά σημεία και τα σχολίασα. Μην ξεχνάς την παράκληση που είπαμε ότι θα κάνεις σήμερα. Αυτό είναι κάτι πολύ ωραίο. Κάτι που θα μείνει. Σήμερα, κάποια στιγμή της ημέρας ώσπου να κοιμηθείς, φρόντισε να διαβάσεις την παράκληση της Παναγίας μας. Γιατί; Για ποιο θέμα; Κάνε τη για όλο τον κόσμο. 

Και να νιώθεις εκείνη την ώρα ότι η Παναγία κρατάει ένα μεγάλο πανέρι με λουλούδια, με τριαντάφυλλα, με άνθη του Παραδείσου. Και την ώρα που κάνει κάποιος μια παράκληση, η Παναγία ρίχνει κι ένα λουλούδι στη γη. Θα κάνω κι εγώ μαζί σου. Αρα, άλλο ένα λουλούδι. Θα κάνεις κι εσύ, ωραία, άλλο ένα λουλούδι. Πόσα λουλούδια μαζεύτηκαν; Πολλά! Θα γεμίσει η γη λουλούδια! Λουλούδια κι ευωδία της Παναγίας. Αυτά τα λόγια που τώρα σου λέω τα γράφει στο «Θεοτοκάριο». Εχει τέτοιες λέξεις: «Παναγία, που έχεις τα λουλούδια Σου, στείλε μας αυτά τα άνθη του Παραδείσου...» 

Δεν είναι δικές μου σκέψεις ή δικοί μου ρομαντισμοί. Είναι ρομαντισμοί της Εκκλησίας. Είναι και η Εκκλησία ρομαντική. Είμαι κι εγώ. 

Ολα χωρούν και μπορούν να υπάρξουν στην Εκκλησία. Και τα ρομαντικά και τα πιο ορθολογικά. Και τα πιο στιβαρά. Και τα πιο αυστηρά. Μα και τα πιο ποιητικά. Μην απορρίπτεις τίποτε. 

Μη γενικεύεις, μην απολυτοποιείς. Aσε όλους να βρουν αυτό που τους ταιριάζει και βρες κι εσύ αυτό που ταιριάζει σ' εσένα, προκειμένου να μεγαλουργήσεις. Ολοι χωράμε μέσα στην Εκκλησία. Η αγάπη είναι η συνεκτική κόλλα. Η αγάπη είναι αυτή που μας ενώνει όλους.

Από τον π. Ανδρέα Κονάνο
Από την Εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν 
θ΄ 51 - 56 
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὰς ἡμέρας τῆς ἀναλήψεως αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἐστήριξε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ πορεύεσθαι εἰς Ἱερουσαλήμ, 52καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸ προσώπου αὐτοῦ. καὶ πορευθέντες εἰσῆλθον εἰς κώμην Σαμαρειτῶν, ὡστε ἑτοιμάσαι αὐτῷ· 53καὶ οὐκ ἐδέξαντο αὐτόν, ὅτι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν πορευόμενον εἰς Ἱερουσαλήμ. 54ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης εἶπον· Κύριε, θέλεις εἴπωμεν πῦρ καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ καὶ ἀναλῶσαι αὐτούς, ὡς καὶ Ἠλίας ἐποίησε; 55στραφεὶς δὲ ἐπετίμησεν αὐτοῖς καὶ εἶπεν· Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς· 56ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε ψυχὰς ἀνθρώπων ἀπολέσαι, ἀλλὰ σῶσαι. καὶ ἐπορεύθησαν εἰς ἑτέραν κώμην.

Νεοελληνική απόδοση:
Ἐνῷ ἐπλησίαζαν νὰ συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι τῆς ἀναλήψεώς του, ἀπεφάσισε νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔστειλε πρὶν ἀγγελιοφόρους, οἱ ὁποῖοι ἐμπῆκαν εἰς ἕνα χωριὸ τῶν Σαμαρειτῶν διὰ νὰ τοῦ κάνουν ἑτοιμασίαν. Ἀλλὰ οἱ κάτοικοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸν δεχθοῦν, διότι ἐπήγαινε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ μαθηταί του Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, εἶπαν, «Κύριε, θέλεις νὰ ποῦμε νὰ κατεβῇ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τοὺς καταφάγῃ, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἠλίας;». Ἐκεῖνος ἐγύρισε, τοὺς ἐπέπληξε καὶ εἶπε, «Δὲν γνωρίζετε ποίου πνεύματος εἶσθε. Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε νὰ καταστρέψῃ τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ νὰ τοὺς σώσῃ». Καὶ ἐπῆγαν σὲ ἄλλο χωριό.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


"Εκείνος που συγχρόνως επαινεί και κατηγορεί τον άλλον, αυτός κατέχεται από κενοδοξία και φθόνο. Και με τους επαίνους προσπαθεί να κρύψει το φθόνο, ενώ με τις κατηγορίες συνιστά τον εαυτό του ως καλύτερο από εκείνον." 

Αγ. Μάρκος ο Ασκητής