Σελίδες

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΑΡΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ… (18)


Ο… υποψήφιος!
«Τον πάτερ θα θέλαμε!», ακούστηκε κάποια φωνή έξω από το γραφείο των ιερέων.
«Μέσα είναι, περάστε», υπέδειξε ο νεωκόρος.
Η πόρτα κτύπησε, άνοιξε.
«Πάτερ, μπορούμε να σας απασχολήσουμε για λίγο;», μίλησε ο μεγαλύτερος.
Ήταν ένας μεσήλικας άνδρας και ένας περίπου τριαντάχρονος. Πατέρας και γιος απ’ ότι είπαν αργότερα.
«Τι θα θέλατε;» είπε ο ιερέας καλόκαρδα. «Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» Τους χαμογέλασε.
«Πάτερ, είναι κάτι σοβαρό και θα θέλαμε τη βοήθειά σας», μίλησε και πάλι ο μεγαλύτερος, ο πατέρας. Ήταν εκείνος που τελικά  μονοπώλησε τον λόγο. Ο γιος του ελάχιστα μίλησε, πλην μερικών γνεψιμάτων και μονολεκτικών φράσεων.
«Περί τίνος πρόκειται;»
«Πάτερ, θέλουμε να δώσετε στον γιο μου ένα χαρτί που να το πάμε στον Δεσπότη – έτσι μας είπανε – για να τον κάνει… παπά!»  
Τα ‘χασε λίγο ο ιερέας. Ανέκτησε όμως σύντομα την ψυχραιμία του.
«Δεν σας έχω ξαναδεί στον ναό. Είστε της ενορίας;» είπε κάπως επιφυλακτικά. Η στάση τους και τα πρόσωπά τους δεν του ενέπνεαν και πολλή εμπιστοσύνη. Πολύ περισσότερο δεν φαίνονταν  να μυρίζουν ... λιβάνι!
«Όχι. Ούτε της ενορίας, αλλά ούτε και αυτής της Μητρόπολης. Ερχόμαστε από πιο βορεινά, αλλά εδώ θέλει να ζήσει ο γιος μου, η περιοχή που είστε του αρέσει, οπότε σκεφτήκαμε να έλθουμε σε σας».
«Γιατί θέλετε να γίνετε παπάς;» στράφηκε ο ιερέας στον νέο.
Έσπευσε όμως να απαντήσει και πάλι ο πατέρας.
«Πάτερ, κοντεύει τα τριάντα και δεν έχει κάποια δουλειά. Οπότε σκεφτήκαμε να γίνει παπάς, για να έχει κάτι να κάνει και κάτι να… τρώει».
 Η ειλικρίνεια του πατέρα ήταν αφοπλιστική. Προφανώς όχι από την υπάρχουσα σ’ αυτόν συγκεκριμένη αρετή, αλλά από άγνοια και μάλλον… θράσος.
«Ανεπίγνωστη πορεία. Θεέ μου, βόηθα», ύψωσε νοερά το βλέμμα στον Κύριο ο ιερέας.
«Δεν είναι εύκολα τα πράγματα», άρχισε κάτι να λέει ο παπάς. «Δεν πάει έτσι το… πράμα», είπε να μιλήσει στη γλώσσα τους.
«Έχετε σπουδάσει κάτι;» στράφηκε και πάλι στον νεαρό. «Θεολογία μήπως; Έχετε πάει στην Ανωτέρα; Κάποια εκκλησιαστική σχολή τέλος πάντων;»
«Όχι», απάντησε ο νεαρός – και φάνηκε ότι η ερώτηση ερχόταν από άλλον… κόσμο.
«Τι σχέση έχετε με την Εκκλησία;» επέμεινε ο ιερέας. «Εκκλησιάζεστε τις Κυριακές, τις εορτές; Έχετε πνευματικό; Γιατί αυτά είναι πράγματα που με τον πνευματικό σας πρέπει να τα συζητήσετε».
«Τι πνευματικό, πάτερ;» επανήλθε δριμύτερος ο πατέρας. «Παπάς θέλει να γίνει. Τι δουλειά έχει ο πνευματικός; Κι από Εκκλησία, πάμε. Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα. Αλλά τώρα που θα γίνει παπάς, θα πηγαίνει τακτικά. Έτσι δεν είναι;» έπιασε να γελάει, ευχαριστημένος από το… αστείο του!
«Αν δεν είναι ανέκδοτο, μάλλον ζω σε άλλον… πλανήτη!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο παπάς. Είπε να δώσει ένα τέλος στο… ανέκδοτο.
«Δυστυχώς, δεν μπορώ να δώσω εγώ ένα τέτοιο χαρτί, το οποίο μάλιστα δεν υφίσταται. Αλλά και να υφίστατο, τι να βεβαιώσω για κάποιον που τον βλέπω πρώτη φορά, και μάλιστα δεν έχει και κάποια σχέση με την Εκκλησία; Κοιτάξτε: αυτό που ζητάτε είναι πολύ σοβαρό, ίσως το σοβαρότερο στον κόσμο, αφού η ιερωσύνη «τελείται μεν επί της γης, αλλ’ έχει τάξιν επουρανίων πραγμάτων», κατά τον άγιο Χρυσόστομο. Δηλαδή, ο ιερέας κάνει πράγματα εδώ στον κόσμο, αλλά ανήκει στους ουρανούς, όπως και οι άγγελοι. Δεν ξέρω πόσοι ιερείς είναι στην υψηλή αυτή κατάσταση, αλλά τουλάχιστον πρέπει να υπάρχει ένα ελάχιστο ποσοστό, ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων, που απ’ ότι φαίνεται δεν πρέπει να το έχει ο γιος σας. Δηλαδή να υπάρχει έστω και κάποια επίγνωση. Και ξέρετε ότι υπάρχουν και τα λεγόμενα κωλύματα της ιερωσύνης. Εμπόδια για να γίνει κανείς ιερέας. Δεν του ζητείται βεβαίως η αναμαρτησία, κάτι ανέφικτο, αλλά απαιτείται να είναι πιστό μέλος της Εκκλησίας, να πιστεύει ορθά στον Κύριο, να εκκλησιάζεται τακτικά, να εξομολογείται, να ζει όσο μπορεί την παρουσία του Κυρίου».
«Είναι παντρεμένος;» ρώτησε τον πατέρα, γιατί έβλεπε ότι μάλλον δεν θα έπαιρνε απάντηση από τον νέο.
«Όχι, αλλά θα παντρευτεί. Συζεί με κάποια κοπέλα - τι κοπέλα δηλαδή, μεγαλοκοπέλα - χωρισμένη με ένα παιδάκι, αλλά θα την πάρει. Αυτό είναι κανονισμένο. Απλώς δουλειά δεν έχει και γι’ αυτό, όπως σας είπα, σκεφτήκαμε να γίνει παπάς».
«Αυτό που λέτε δεν μπορεί να γίνει», απάντησε κοφτά ο ιερέας, «γιατί δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Και το κυριότερο: δεν τον συμφέρει τον γιο σας να γίνει. Γιατί είναι σαν να αποφασίζει τον… χαμό του. Και να σας πω: δεν νομίζω ότι θα βρεθεί παπάς, οπουδήποτε στον κόσμο, που θα σας δώσει αυτό που ζητάτε. Και πείτε ότι βρίσκετε τέτοιον παπά. Δεν υπάρχει Δεσπότης που να χειροτονήσει τον γιο σας. Κι αυτό για το καλό του. Δεν παίζουμε με τον Θεό και με την αγία Του Εκκλησία». Είπε ο ιερέας και φάνηκε εξουθενωμένος. Του ήλθε να κλάψει από την άγνοια, από την επιπολαιότητα, από… ένα σωρό πράγματα που έβλεπε μπροστά του.
«Πάτερ, σας παρακαλώ…», άρχισε να κλαψουρίζει λίγο ο αγέρωχος μέχρι τώρα πατέρας. «Βοηθείστε μας. Μία δουλειά ψάχνει για να ζήσει. Θα έχετε και σεις παιδιά και μπορείτε να με καταλάβετε».
«Δεν είναι θέμα ελεημοσύνης η ιερωσύνη, σας είπα, μα δεν το καταλάβατε. Σας παρακαλώ, μην μπαίνετε σε μία τέτοια διαδικασία, που διακυβεύεται το αιώνιο μέλλον σας, και του παιδιού σας και το δικό σας. Το παιδί σας φαίνεται καλό παιδί, γι’ αυτό ας ψάξει να βρει μία δουλειά, ας παντρευτεί την κοπέλα με την οποία συζεί, ας κάνει και δικά του παιδάκια, και όσο μπορεί ας ζει χριστιανικά μέσα στην Εκκλησία. Όπως λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι άγιοί μας, «μπορεί να γίνει άγιος, όχι όμως παπάς».
Άστραψε λίγο το μάτι του πατέρα τώρα. Σαν να αγρίεψε. Κάτι πήγε να πει με οργή, αλλά τον έκοψε με αποφασιστικό τρόπο ο ιερέας. Σηκώθηκε όρθιος, τους έτεινε το χέρι προς χαιρετισμό, άνοιξε την πόρτα και τους ξεπροβόδισε.
«Στην ευχή της Παναγίας να πάτε. Εύχομαι να σας φωτίσει ο Θεός!» Έφυγαν… παρεξηγημένοι. Σαν να άκουσε κάποιες ψιθυριστές βρισιές ο παπάς και από τους δυο.
Γύρισε και κάθισε πάλι στο γραφείο. Ένιωσε το κεφάλι του βαρύ και ασήκωτο. Το κράτησε και με τα δυο του χέρια, κι έμεινε εκεί μέχρι που άκουσε την καμπάνα του εσπερινού να χτυπάει…

http://pgdorbas.blogspot.

ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (17)


«Η δειλία του θανάτου είναι φυσικό ιδίωμα του ανθρώπου, το οποίο οφείλεται στην παρακοή του Αδάμ. Ο τρόμος όμως του θανάτου αποδεικνύει ότι υπάρχουν αμαρτίες για τις οποίες δεν εδείχθηκε μετάνοια» (λόγ. στ΄, 3).
Ο φόβος που δείχνεις πολύ συχνά μπροστά στον θάνατο πρέπει να σε προβληματίσει. Μπορεί να είναι φόβος δικαιολογημένος γιατί είσαι άνθρωπος: είναι φυσικό ιδίωμα του ανθρώπου μετά την πτώση του στην αμαρτία. Κι είναι μία περίτρανη απόδειξη τούτο ότι δεν δημιουργηθήκαμε για να πεθάνουμε. Η αθανασία ήταν η προοπτική του ανθρώπου, μέσα στα πλαίσια της «κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργίας του. Αν ο θάνατος ήταν μέσα στο αρχικό θέλημα του Θεού, τότε θα έπρεπε κανονικά να χαιρόμαστε με την ύπαρξή του. Αλλά ο θάνατος ήταν το τίμημα της ανυπακοής προς την πηγή της ζωής, τον Θεό. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος». Οπότε ο φόβος σου αυτός, η δειλία σου καλύτερα,  μπροστά στον θάνατο δεν είναι μόνο δική σου. Είναι όλων των ανθρώπων. Ακόμη και ο Κύριος δείλιασε ενόψει του θανάτου Του, δείχνοντας ότι ήταν καθόλα αληθινός άνθρωπος, καθώς είχε όλα τα συμπτώματα της πεσμένης φύσης. «Δειλιάζει ο Χριστός εμπρός στον θάνατο, αλλά δεν τρέμει, για να δείξει καθαρά τα ιδιώματα των δύο Του φύσεων» (4).
Μπορεί όμως να είναι όχι ο φόβος της φυσικής δειλίας, αλλ’ εκείνος που σε κάνει να τρέμεις και να αγωνιάς, που σε κάνει πολλές φορές να μη θέλεις να ακούσεις κουβέντα γι’ αυτόν, ενώ σε κάνει άλλες να μένεις ξάγρυπνος και κάθιδρος τα βράδια. Σαν εκείνον τον ταλαίπωρο, που ενώ πέθανε ο πατέρας του, δεν τόλμησε να σύρει τα βήματά του μέσα στον ναό κατά τη διάρκεια της κηδείας, κι ούτε καν πλησίασε το φέρετρό του στο νεκροταφείο. Μακριά και με τρόμο στην καρδιά και τα μέλη του.
Ο άγιος έχει κάνει τη διάγνωση. Σ’ έχει ακτινογραφήσει: εφόσον ανήκεις στη δεύτερη περίπτωση, ο φόβος κι ο τρόμος σου οφείλεται σε αμαρτίες σου, για τις οποίες δεν έχεις μετανοήσει και δεν έχεις συνεπώς εξομολογηθεί. Σου χτυπάει το καμπανάκι. Σε προκαλεί να ξυπνήσεις, δηλαδή να μετανοήσεις. Ζήτα από τον Θεό συγχώρηση, πήγαινε σε πνευματικό. Ο χρόνος λειτουργεί ακόμη υπέρ σου. Γιατί όσο ζεις κι αναπνέεις, έχεις ελπίδα. «Ουαί τω τεθνηκότι»! Αν σε βρει ο θάνατος – κι είναι άδηλη η ώρα του – αμετανόητο, τότε όντως είσαι για… κλάματα!

http://pgdorbas.blogspot.

Πρόσεχε τον εαυτό σου!


Ἡ ἑνότητα ψυχῆς καί μυαλοῦ εἶναι αὐτή πού κάνει τήν ἀνθρώπινή μας ὕπαρξη ξεχωριστή. Ποτέ πρίν δέν ἔχει ὑπάρξει ἄνθρωπος ἀπόλυτα ἴδιος μέ σένα· καί ποτέ δέν θά ξαναϋπάρξει. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς εἶναι ἕνας καί μοναδικός σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.

Ὅμως ὑπάρχει καί ἀντίλογος.

-Κανένας δέν εἶναι ἀναντικατάστατος!
Αὐτό εἶναι λάθος. Ὅταν μιλᾶμε γιά δουλειές, τότε δέν τίθεται θέμα ἀντικατάστασης, ἀλλά διαδοχῆς. Στήν δουλειά του μπορεῖ, ὁ ἄνθρωπος νά ἀντικατασταθῆ. Ὡς πρός τήν ἴδια τήν ὕπαρξή του ὅμως, ὁ καθένας εἶναι ἀναντικατάστατος.

Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, στό εὐαγγέλιο ὁ Χριστός λέγει τά ἑξῆς γιά τήν ἀξία τῆς ψυχῆς μας: -Τί κέρδος θά ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καί ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἄν ὑποστῆ ζημία στήν ψυχή του; Ποιό εἶναι ἐκεῖνο πού θά μπορέσει ἕνας ἄνθρωπος νά τό θεωρήσει ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του; (Ματθ. 16, 26-27).

Ἀκόμη καί οἱ τεχνοκράτες, στήν Παγκόσμια Συνάντηση Πληροφορικῆς (Νταβός Ἐλβετίας, 1988), εἶχαν ὡς θέμα τῆς τελευταίας Συνεδρίας τό ἐρώτημα: Καί μέ τήν ψυχή μας τί γίνεται;

Πόσο περισσότερο πρέπει νά ἀσχοληθοῦμε ἐμεῖς, ὠς χριστιανοί, μέ τό ἴδιο θέμα! Καί πόσο, ἀκόμη περισσότερο, πρέπει νά προσέξουμε τήν ψυχή μας, τόν ἴδιο τόν «ἑαυτό μας»!

Ὡς μικρό βοήθημα στόν ἀγώνα μας γιά διόρθωση τῆς ψυχῆς μας (=ἑαυτοῦ μας), κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄς πάρουμε τά ὅσα μᾶς λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ἐξηγώντας τό ρητό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης:

-Πρόσεχε σεαυτῷ (Δευτ. 15,9).

Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως κάποτε γεννηθῆ στήν καρδιά σου (=ψυχή σου) κρυφή ἁμαρτία.

• Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου· ὄχι τά δικά σου, οὔτε τά γύρω ἀπό σένα. Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς· δικά μας τό σῶμα καί οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος· τά γύρω ἀπό μᾶς εἶναι τά χρήματα, οἱ τέχνες καί ἡ λοιπή τοῦ βίου κατασκευή. Πρόσεχε, λοιπόν, ὥστε νά ἀπομακρύνεις κάθε ρύπο ἁμαρτίας ἀπό τήν ψυχή σου καί νά τήν στολίζεις μέ κάθε ἀρετή.

• Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, ὥστε νά γνωρίζεις τήν εὐρωστία καί τήν ἀρρώστεια τῆς ψυχῆς ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας. Μέγα καί βαρύ τό ἁμάρτημα; Ἀνάγκη πολλῆς ἐξομολόγησης, μεγάλης νηστείας, πολλῆς μετανοίας. Μικρό καί ἐλαφρύ τό παράπτωμα; Ἀνάλογη καί ἡ μετάνοια.

• Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου· ὅταν ὅλα τά τοῦ βίου σου εἶναι εὐνοϊκά καί εὐχάριστα, γιατί κινδυνεύεις νά γίνεις ἀλαζόνας καί ὑπερήφανος. Λέγε τότε τό τοῦ Τελώνου «Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

• Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου· ὅταν τά τοῦ βίου σου εἶναι ἄσχημα, γιατί κινδυνεύεις ἀπό τήν ἀπόγνωση καί τήν ψυχική θλίψη. Θυμίσου ὅτι πλάσθηκες «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» καί ἄρα κατέχεις τό μέγιστο πνευματικό ἀξίωμα. Λέγε τότε τό «Κύριε βοήθησέ με».

(Εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΒΕΠΕΣ τ. 54, σελ. 28 κ. ἑξ.)

Ἄς προσέξωμεν, λοιπόν, «τόν ἑαυτό μας», ὥστε νά γεμίσει ἀπό τή χαρά καί τήν εἰρήνη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

αρχιμ. Κουτσίδης Νίκων
http://theomitoros.blogspot.

Ποιος έφτιαξε τον Θεό;


Ένας νέος πήγε σ’ έναν σοφό γέροντα και τον παρακάλεσε θερμά: Πώς είναι ο Θεός; Υπάρχει Θεός; Ειπέ μου, σε παρακαλώ! Εσύ το πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός;

-Και βέβαια το πιστεύω, του απάντησε ο γέροντας.
-Και ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, το πιστεύεις κι αυτό;
-Και βέβαια, το πιστεύω.
-Και τον Θεό ποιος τον έφτιαξε;
-Εσύ, του απάντησε σοβαρά και ξερά ο γέροντας.

Ο νεαρός σοκαρίστηκε με την απάντηση του γέροντα. Τον ρώτησε και πάλι λοιπόν: Γέροντα, εγώ σε ρωτάω σοβαρά, του είπε. Κι εσύ μου λες πως εγώ έφτιαξα το Θεό.

-Μα κι εγώ σοβαρά σου μιλάω, του απάντησε ο γέροντας. Πολύ σοβαρά. Και πρόσεξε γιατί. Εσύ μ’ όλ’ αυτά που με ρωτάς, δείχνεις πως δεν ψάχνεις να βρεις το Θεό όπως είναι. Εσύ ψάχνεις να βρεις έναν Θεό όπως τον θέλεις εσύ, όπως τον φαντάζεσαι εσύ, κομμένον στα μέτρα σου. Αυτόν τον Θεό λοιπόν θα τον έχεις φτιάξει εσύ. Δεν θα είναι ο αληθινός Θεός. Και πρόσθεσε ο άγιος αυτός γέροντας:
-Ψάξε να βρεις τον αληθινό Θεό, παιδί μου. Να Τον δεχτείς όπως είναι. Μην Τον θέλεις όπως εσύ τον φαντάζεσαι.

Προσπάθησε να γίνεις εσύ όπως σε θέλει ο Θεός. Προσπάθησε να Τον καταλάβεις όπως είναι. Και ν’ αγαπήσεις το θέλημά Του, όπως είναι.

http://theomitoros.blogspot.

Η στενοχώρια αφοπλίζει τον άνθρωπο


Γέροντα, συχνά μου πονάει το στομάχι και δυσκολεύομαι να ανταποκριθώ
στα πνευματικά μου καθήκοντα.
– Εσύ κάθεσαι και συζητάς με τους λογισμούς σου, τα βλέπεις όλα μαύρα και βασανίζεσαι χωρίς λόγο· έτσι τσακίζεσαι ψυχικά και σωματικά. Έπειτα από ένα τέτοιο τσάκισμα πονάει και το στομάχι, και που να βρεθή μετά κουράγιο για πνευματικά; Μπορεί να πάρης κάτι και να σού περάση το στομάχι, αλλά, αν δεν λείψη η στενοχώρια, πάλι θα πονέση. Μη δέχεσαι τους λογισμούς που σε απογοητεύουν, για να μην αχρηστέψης τα δώρα που σού έχει δώσει ο Θεός. Όσο θα τοποθετήσαι σωστά, τόσο θα γαληνεύης και θα ηρεμής, και τόσο η υγεία σου θα καλυτερεύη και δεν θα έχης ανάγκη από φάρμακα. 
Η στενοχώρια αφοπλίζει τον άνθρωπο. Του ρουφάει όλο το μεδούλι των ψυχικών και σωματικών του δυνάμεων και δεν τον αφήνει να κάνη τίποτε. Δηλητηριάζει την ψυχή και φέρνει ανωμαλίες και στο σώμα !

Αγίου Παΐσιου Αγιορείτου.
http://theomitoros.blogspot.

Η προσευχή μάς πλησιάζει στο Θεό;


Αν κάθε αρετή μας βοηθάει να δούμε το Θεό, μία από αυτές μας βοηθάει κατά τρόπο εξαιρετικό, και αυτή είναι η προσευχή. Όπως μεταξύ δύο προσώπων ο διάλογος δημιουργεί το πιο μεγάλο πλησίασμα, έτσι και η προσευχή, η συνομιλία του ανθρώπου με το Θεό, μας τοποθετεί σε άμεσο και μεγαλύτερο πλησίασμα του Θεού. Γι’ αυτό η Εκκλησία πλημμύρισε με προσευχές ένα τόσο μεγάλο μέρος της χριστιανικής ζωής, γι’ αυτό μας προτρέπει να προσευχόμαστε ακατάπαυστα, ώστε κάθε άνθρωπος να γίνει ένας άνθρωπος προσευχής, δηλαδή ένας άνθρωπος που δεν προσεύχεται μόνον όταν προσεύχεται, κατά την έκφραση του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, αλλά ολόκληρη η ζωή του είναι προσευχή.

Πώς πρέπει να γίνεται η αληθινά αδιάλειπτη προσευχή μάς το είπαν μ’ ένα πλήθος διδασκαλιών οι μεγάλοι άνθρωποι της προσευχής. Σταματώ μόνο στο σύντομο και πολύ περιεκτικό ορισμό του αγίου Μαξίμου: «Έχει αδιάλειπτη προσευχή αυτός που ο νους του είναι προσηλωμένος με πολλή ευλάβεια και πόθο στο Θεό και με την ελπίδα κρέμεται από Εκείνον και εμπιστεύεται Εκείνον σ’ ό,τι κάνει και σ’ ό,τι του συμβαίνει».
«Με ευλάβεια και πόθο», δηλαδή άπειρη αγάπη στο Θεό, ώστε να μπορεί να λέει μαζί με τον ψαλμωδό: «εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» (Ψαλμ. 62:9)· έπειτα «με ελπίδα και εμπιστοσύνη» ολοκληρωτική στο Θεό σ’ όλες τις περιστάσεις της ζωής. Αδιάλειπτη προσευχή επομένως σημαίνει κάτι περισσότερο από μια ακατάπαυστη εργασία προσευχής, σημαίνει μια προσευχή με πίστη ισχυρή, με αγάπη απεριόριστη, με το νου προσηλωμένο στο Θεό, με βαθιά συγκέντρωση στην καρδιά.
Ο σύνδεσμος της αδιάλειπτης προσευχής με την αίσθηση της παρουσίας του Θεού είναι πολύ περισσότερο από εμφανής. Και τα δύο θεμελιώνονται στην πίστη και στην αγάπη του Θεού και βρίσκουν το πλήρωμά τους το ένα στο άλλο. Διότι το να αισθάνεται κανείς το Θεό αδιάκοπα παρόντα σημαίνει το να βρίσκεται σε αδιάλειπτη προσευχή, ενώ η αδιάλειπτη προσευχή σημαίνει να βρίσκεται ακατάπαυστα μέσα στη παρουσία Του· επειδή «η προσευχή ανατέλλει από την όραση και αίσθηση της παρουσίας του Θεού και επιπλέον δυναμώνει αυτή την όραση» (π. Δημ. Στανιλοάε). Όλοι οι άγιοι έζησαν δυνατά την εμπειρία της παρουσίας του Θεού, και τις αποκαλύψεις και τα θεία οράματα που είχαν, μόνο μέσα στην κατάσταση της προσευχής τα είχαν.
Η πορεία μπροστά στο Θεό και η προσευχή έχουν βαθιά επακόλουθα στη ζωή του ανθρώπου. Η προσπάθεια για κάθε καλό έργο, όπως και ο φόβος και η με προσοχή αποφυγή κάθε αμαρτίας είναι άμεσα επακόλουθα αυτού του πράγματος.
Γι’ αυτό οι πνευματικοί πατέρες στην προσπάθειά τους ν’ αποκτήσουν αυτό το λογισμό έκαναν μια αλάνθαστη πνευματική μέθοδο για τη σωτηρία, όπως λέει και ο Μέγας Αντώνιος· «οπουδήποτε πηγαίνεις, να έχεις πάντοτε προ οφθαλμών σου τον Θεό και θα σωθείς».
Κάποιος πάλι που αξιώθηκε να γλυκαθεί απ’ αυτή την όραση μας προτρέπει θερμά:
«Προσπάθησε –λέει– όλη σου τη ζωή να την αισθάνεσαι να ξετυλίγεται κάτω από το βλέμμα Του.
»Όταν τον ακούς να ομιλεί στο ιερό Ευαγγέλιο γίνε όπως τα πλήθη εκείνα που ακούγοντάς τον ξεχνούσαν την πείνα και τη δίψα, ή όπως η Μαρία, η αδελφή τού Λαζάρου, που εγκαταλείποντας τα πάντα ρουφούσε τα θεία λόγια καθισμένη κοντά στα πόδια του (Λουκ. 10:40).
»Όταν βαδίζεις στο δρόμο, βλέπε τον να σε συνοδεύει πλάι σου για να μη σκοντάψεις και η καρδιά σου να φλέγεται περισσότερο από την καρδιά του Λουκά και του Κλεόπα.
»Όταν ο εχθρός σε στροβιλίζει με τη θύελλα των πειρασμών, να δεις τον εαυτό σου μέσα στο καράβι που κινδυνεύει να βυθιστεί μαζί με τους μαθητές και να μην αμφιβάλλεις ότι Εκείνος είναι μπροστά και ξαφνικά θα ειρηνεύσει τη φουρτούνα και θα φέρει τη γαλήνη.
»Όταν αξιώνεσαι να τον δεχθείς μέσα σου, κατά τη θεία Κοινωνία, λέγε, όπως ο Ζακχαίος, με βαθιά ταπείνωση και ευγνωμοσύνη· «Πώς να σε ευχαριστήσω όπως πρέπει, Κύριε, για την τόσο μεγάλη τιμή που μου έκανες, να εισέλθεις στον οίκο της ψυχής μου;»
»Επίμενε να αισθάνεσαι διαρκώς μέσα στην παρουσία του, αφού είναι μπροστά μας και δεν είναι δύσκολο να αισθανόμαστε τη παρουσία του, μόνο να έχουμε καθαρή καρδιά, πίστη και αγάπη».
Είναι αλήθεια ότι στη ζωή αυτή η αδιάλειπτη προσευχή δεν είναι ακόμη αδιάλειπτη· και η θέα του Θεού είναι ως «εν εσόπτρω και εν αινίγματι». Αυτά τα βιώματα είναι ατελή και αποσπασματικά, ακόμη και γι’ αυτούς που αξιώνονται κατά τρόπο εξαιρετικό να έχουν αυτές τις εμπειρίες. Αλλά αυτά είναι ένας αρραβώνας μιας καταστάσεως τελείας, όταν θα συναντηθούμε με τον Κύριο «πρόσωπο προς πρόσωπο», όταν και η θέα και η συνομιλία με Εκείνον θα είναι χωρίς τέλος, καθώς και η ανέκφραστη απόλαυση των δικαίων.

Αποσπάσματα από το άρθρο «Εν τω φωτί τού προσώπου του Θεού». Περιοδικό Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 5 (1980).
http://theomitoros.blogspot.

Nα μείνουμε στην σκέπη της μετάνοιας


Αν απαρνήθηκες τον κόσμο και έδωσες τον εαυτό σου στον Θεό, για να ζήσεις με μετάνοια, μην αφήσεις τον λογισμό σου να σε λυπήσει για τα προηγούμενα αμαρτήματά σου, ότι δεν συγχωρούνται. Ούτε πάλι να καταφρονήσεις τις εντολές του Κυρίου, επειδή έτσι ούτε τα προηγούμενα αμαρτήματά σου συγχωρεί.
Να είσαι άγρυπνος, αδελφέ, απέναντι στο πνεύμα που φέρνει τη λύπη στον άνθρωπο, γιατί με πολλούς τρόπους προσπαθεί να σε αιχμαλωτίσει, μέχρι που να σε κάνει ανίσχυρο. Γιατί η λύπη, όταν είναι όπως τη θέλει ο Θεός, είναι χαρά, καθώς βλέπεις τον εαυτό σου να στέκεται στο θέλημα του Θεού· ενώ ο λογισμός που σου λέει: «Πού θα ξεφύγεις; Δεν έχεις μετάνοια» προέρχεται από τον εχθρό (διάβολο) με σκοπό να κάνει τον άνθρωπο να αφήσει την εγκράτεια. Αντίθετα, η λύπη η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού δεν έρχεται επιθετικά στον άνθρωπο, αλλά του λέει: «Μη φοβάσαι. Προσπάθησε πάλι». Ξέρει δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι αδύνατος και τον ενδυναμώνει.

Να αντιμετωπίζεις τους λογισμούς σου με σύνεση, και θα τους δεις να ελαφρύνονται· γιατί αυτόν που τους φοβάται, τον κάνουν να παραλύσει από το βάρος τους. Αυτή είναι η δύναμη εκείνων που θέλουν να αποκτήσουν τις αρετές: όταν πέσουν, να μη λιγοψυχήσουν, αλλά πάλι να φροντίσουν. Αυτή είναι η αγαθότητα του Θεού: όποια ώρα αφήσει ο άνθρωπος τις αμαρτίες του, τον δέχεται με χαρά και δεν λαμβάνει υπόψη του τα προηγούμενα αμαρτήματά του, όπως λέει η αγία Γραφή για τον άσωτο γιό (Λουκ. 15:17-22). Αυτός δηλαδή άφησε την τροφή των γουρουνιών, δηλαδή τα σαρκικά του θελήματα, και γύρισε με ταπείνωση στον Πατέρα του· γι’ αυτό και ο Πατέρας τον δέχτηκε και πρόσταξε αμέσως να του φορέσουν τη στολή της αγνότητας και το δαχτυλίδι της υιοθεσίας, την οποία χαρίζει το άγιο Πνεύμα. Γιατί βέβαια ο Κύριός μας είναι σπλαχνικός και θέλει την επιστροφή του ανθρώπου, όπως είπε: «Αλήθεια σας λέω, γίνεται χαρά στον ουρανό για τη μετάνοια ενός αμαρτωλού» (Λουκ. 15:7).
Όσο λοιπόν έχουμε στη διάθεσή μας, αδελφοί, τη μεγάλη του ευσπλαχνία και τους πλούσιους οικτιρμούς του, ας επιστρέψουμε με όλη μας την καρδιά σε αυτόν, και αυτός θα μας δεχτεί με αγάπη και θα μας κάνει κοινωνούς της αιώνιας ζωής.
Όταν λοιπόν επιστρέψεις, φύλαγε την καρδιά σου και μην πέσεις σε ακηδία λέγοντας: «Πώς μπορώ εγώ, αμαρτωλός άνθρωπος, να φυλάξω όλες τις αρετές;» Γιατί ούτε η μετάνοια απαιτεί κάτι τέτοιο από εσένα· αλλά, όταν ο άνθρωπος επιστρέψει στον Θεό αφήνοντας τις αμαρτίες του, αμέσως η μετάνοιά του τον αναγεννά και σαν να είναι βρέφος τού δίνει γάλα από τους άγιους μαστούς της και τον ανατρέφει σαν στοργική μητέρα.
Όσον καιρό είναι το βρέφος στην αγκαλιά της μητέρας του, αυτή συνεχώς το φυλάει από κάθε κακό· και όταν κλάψει, αμέσως του δίνει τον μαστό της· καμιά φορά το χαστουκίζει ελαφρά, όσο σηκώνει, για να το φοβερίσει να θηλάζει το γάλα της με φόβο και να μην είναι δύστροπο· αν όμως κλάψει, το σπλαχνίζεται, γιατί βγήκε από τα σπλάχνα της· το καλοπιάνει, το φιλά, το χαϊδεύει, ωσότου να δεχτεί τον μαστό της.
Αν δείξουν στο βρέφος χρυσάφι ή ασήμι ή μαργαριτάρια ή όποιο άλλο σκεύος του κόσμου, αυτό τα κοιτάζει βέβαια, αλλά, καθώς είναι στην αγκαλιά της μητέρας του, όλα τα παραβλέπει, για να θηλάσει από τον μαστό της. Δεν το μαλώνει ο πατέρας του, που δεν δουλεύει ή που δεν πάει να πολεμήσει τους εχθρούς του. Ξέρει ότι είναι μικρό και δεν μπορεί· έχει πόδια, αλλά δεν μπορεί να στηριχτεί σε αυτά· έχει χέρια, αλλά δεν μπορεί να κρατήσει όπλα. Περιμένουν λοιπόν με υπομονή οι γονείς του, ώσπου να μεγαλώσει.
Όταν μεγαλώσει λίγο και γίνει παιδάκι, και πάει να παλέψει με κάποιον και εκείνος το ρίξει κάτω, δεν του θυμώνει γι’ αυτό ο πατέρας του, γιατί ξέρει ότι ακόμη είναι παιδί. Όταν όμως γίνει άντρας, τότε φαίνεται η προθυμία του, αν έχει έχθρα προς τους εχθρούς του πατέρα του, και τότε και ο πατέρας του εμπιστεύεται σε αυτόν τα υπάρχοντά του, γιατί είναι γιός του.
Αν όμως, μετά από τόσους κόπους που πέρασαν γι’ αυτό οι γονείς του, γίνει, όταν μεγαλώσει, ένας παλιάνθρωπος και μισήσει τους καλούς γονείς του και δεν υπακούει σε αυτούς και γίνει φίλος με τους εχθρούς τους, αυτοί παύουν να το αγαπούν, το διώχνουν από το σπίτι τους και το αποκληρώνουν.
Και εμείς λοιπόν, αδελφοί, ας φροντίσουμε για τον εαυτό μας, να μείνουμε στη σκέπη της μετάνοιας, και ας θηλάσουμε γάλα από τους άγιους μαστούς της, για να μας θρέψει· και ας υπομείνουμε τον ζυγό της καθώς θα μας παιδαγωγεί, ώσπου να αναγεννηθούμε πνευματικά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και να γίνουμε ώριμοι, φτάνοντας στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός (Εφ. 4:13).

Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Α’, σελ. 40. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.
http://theomitoros.blogspot.

Καλύτερα να μας λείψει το οξυγόνο παρά ο πνευματικός...


«Τί χάνει ὁ ἄνθρωπος ὅταν δέν ἔχει πνευματικό ὁδηγό! Τόν ἐξουθενώνει ὁ σατανᾷς. Ένῷ ὅταν ᾀναθέσει τά προβλήματά του στόν Πνευματικό του, τά πάντα διορθώνονται, ὅσο δύσκολα καί ἄν φαίνονται. Καλύτερα νά μᾶς λείψει τό ὀξυγόνο παρά ὁ Πνευματικός...».

Δημητρίου Παναγοπούλου
https://proskynitis.blogspot.

Ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας


Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της εἶναι ἡ μάννα, ποὺ ταΐζει τὰ τέκνα της οὐράνια τροφή, γιὰ νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Πατέρα τους. Ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων, εἶναι ἀκόμα τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων. 

Πέρα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὰ ἤ μᾶλλον στὴν πράξη πρὶν ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος κατηχεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ τελετουργεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μυστήρια.

Ἡ Πεντηκοστή, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρχισε μὲ πολυγλωσσία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο ἐλέγχεται ἡ θεωρία περὶ ἱερῶν γλωσσῶν, ὅτι τάχα τὰ Ἑβραϊκά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικὰ εἶναι ἱερὲς γλῶσσες καὶ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ λειτουργεῖται ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ λατρεία. Ἡ ἰδέα περὶ ἱερῶν γλωσσῶν ἔχει τὶς ρίζές της στὴν εἰδωλολατρεία, ποὺ ἀναζητᾶ μὲ μαγικὴ ψυχολογία τὸ ἀγαθὸ μέσα στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναζητᾶ τὸ ἀγαθὸ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ τὸ δέχεται ὡς πνοὴ χάριτος, ποὺ διαπνέει ὅλη τὴ κτίση χωρὶς διάκριση, γιατί κατὰ τὸν ψαλμωδὸ "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς", τὰ "σύμπαντα δοῦλα Σά".

Γι’ αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἑβραῖοι αὐτοί, ἔγραψαν τὰ Εὐαγγέλια στὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς ἐπιστολές, γιατί αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε τὴν διάδοση τοῦ κηρύγματος. Ὅταν, ὅμως, τὸ κήρυγμα ἔφτασε σὲ περιοχὲς ποὺ ὁμιλοῦνταν ἄλλη γλώσσα, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὴ χρησιμοποίησε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέδειξε σὲ γραπτὴ γλώσσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὰ Σλαβονικά.

Πάντως, ἡ γλώσσα τοῦ κηρύγματος στὸ χῶρο τῆς Μεσογείου ἦταν μία ἁπλούστερη γλώσσα, ἡ Ἑλληνιστική. Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, ὅμως, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὸν καιρό, εἶναι γλώσσα λογοτεχνική, ὁπωσδήποτε ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προβληματίσει, γιατί μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν δὲν ἀκούστηκε νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πρόβλημα γλώσσας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦταν ἀναλφάβητοι καὶ γεωργοὶ ἢ βοσκοί. Ἂν μπορέσομε νὰ ἀπαντήσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ μπορέσομε νὰ ἐξηγήσομε καὶ γιατί στὶς μέρες μας ἔχομε ἢ ἔστω προβάλλομε πρόβλημα κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.

Μία διαπίστωση ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοί, ποὺ τακτικὰ ἐκκλησιάζονται, δὲν προβάλλουν θέμα γλώσσας, μολονότι ἔχουν ἄγνοια πολλῶν ὅρων. Φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ κατανοοῦν εἶναι ἀρκετὰ καὶ τὰ ἀγνοούμενα ἢ εἶναι λίγα ἢ λόγῳ κάποιας ὀκνηρίας τοῦ πνεύματος δὲν τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη φαίνεται νὰ ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν ὀλιγάρκεια στὴν κατανόηση τῶν κειμένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπευθύνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα γλωσσικῆς ἱκανότητας μὲ ἄλλα κείμενα γιὰ τὸ κάθε ἐπίπεδο. 

Μὲ τὴ γλώσσα τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὶς Καταβασίες, ὅμως, στοχεύει σὲ χριστιανοὺς κάποιας γλωσσικῆς παιδείας, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ συλλαμβάνουν γενικότερα καὶ κάπως πιὸ ἀόριστα. 

Τέλος, μὲ τοὺς ἰαμβικοὺς κανόνες, ποὺ παρεμβάλλει στοὺς πεζοὺς κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται σὲ πολὺ ὑψηλότερα ἐπίπεδα γλωσσικῆς κατάρτισης. Ὅλα, ὅμως, ντυμένα μὲ τὴν εὐλαβῆ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δίνουν ἕνα χρῶμα ἑορταστικό, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴ λατρεία.

Οἱ χριστιανοί, καθὼς ἐζοῦσαν σὲ μία συχνὴ καὶ πυκνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία καὶ μὲ τὴν εὐλάβεια ζωηρή, ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὴν ἀνεπαρκῆ κατανόηση, ὅπως ὅταν μπαίνει ὁ πιστὸς σ’ ἕνα ἱστορημένο ναὸ καὶ ἀρκεῖται στὴν παρατήρηση λίγων εἰκόνων, ἂν καὶ τὸν περιβάλλουν πολὺ περισσότερες.

Εἶναι, πάντως, ἀποδεδειγμένο ὅτι πάντοτε ἡ λατρεία ἐκφράζονταν μὲ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, ὄχι μόνο ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλολατρική. Μέχρι τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν οἱ εἰδωλολάτρες ἐλάτρευαν τοὺς θεούς τους μὲ τοὺς Ὀρφικοὺς καὶ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους σὲ γλώσσα καθαρὰ Ὁμηρική, τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Εἶναι, δηλαδή, ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ ξεφύγει ὁ πιστὸς στὴ λατρεία ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νὰ ἀναζητᾶ μία γλώσσα, ποὺ οἱ ὅροι της δὲν θυμίζουν τὰ φευγαλέα καθημερινὰ γεγονότα καὶ αἰσθήματα. Γὶ αὐτό, παρὰ τὶς ἀπόψεις περὶ ἁπλουστεύσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ἤ λίγο ἢ καθόλου δὲν θὰ ἁπλουστευθεῖ, γιατί θὰ ἀντιδράσει τὸ κοινὸ αἴσθημα.

Μποροῦμε, ὅμως, καὶ πρέπει νομίζω νὰ ἀνεβάσομε τὴν ἱκανότητα τῶν πιστῶν νὰ καταλαβαίνουν τὴν λειτουργικὴ γλώσσα. Ἔχομε τὴν εὐλογία νὰ μιλοῦμε μία γλώσσα, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἑλληνική. Οἱ πιστοὶ χρειάζονται μία ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ λίγα καὶ μικρὰ ἐμπόδια στὴν κατανόηση. Κι αὐτὸ χρειάζεται μία ζωηρότερη διάθεση τῶν πιστῶν καὶ μία βοήθεια ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς κατήχησης.

Γανωτῆς Κωνσταντῖνος
http://inpantanassis.blogspot.

Ἡ ὅραση τῆς ἀγάπης


Γιὰ τὸν ὅσιο Πορφύριο μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ τοῦτο:

Ἐκπυρωθεὶς ἀπὸ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ ἄστεκτον πῦρ, ἔγινε γιὰ μᾶς ζωτικὴ δύναμις.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐμπειρία ὅλων, ὅσοι τὸν γνωρίσαμε, ἀλλὰ καὶ πολλῶν ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν γνωρίσουν κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του. Ἦταν, καὶ εἶναι ἀκόμη, ἡ παράκλησις τοῦ κόσμου. Ἔχοντας τὴν ἁγία εὐαισθησία τῶν Ἁγίων, εἶχε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἕνα ἰδιαίτερο χάρισμα: νὰ βλέπει. Κι ὅταν δυσκολευόταν νὰ βλέπει στὸ φυσικὸ φῶς, εἶχε τὸ χάρισμα νὰ βλέπει ὅσα συνέβαιναν μακριὰ ἢ κοντά, σὰν μέσα σὲ μιὰ ἀχτίδα φωτός.

Οἱ έμπειρίες ποὺ μοῦ χάρισε ὁ Θεὸς κοντά του εἶναι θαυμαστές. Ὅμως ὁ ἴδιος δὲν θεωροῦσε τὰ θαυμαστὰ σημεῖα ὡς τεκμήρια ἁγιότητας. Ἐκεῖνο ποὺ ἦταν ἀναμφισβήτητα τεκμήριο ἁγιότητας ἦταν ὅτι οἱ παρεμβάσεις του ἔσωζαν ἀνθρώπους. Ἐξίσου ἀδιαμφισβήτητο τεκμήριο ἦταν καὶ ἡ σωστικὴ καὶ ζωντανὴ παρουσία του μετὰ τὴν ὁσία του κοίμηση.

Ἀναφέρω μόνο ἐνδεικτικά αὐτὸ ποὺ μοῦ συνέβη ἕνα χρόνο περίπου μετὰ τὴν κοίμησή του. Ἦταν ἕνα τηλεφώνημα. Καλοῦσα ἐπανειλημμένως τὴν γερόντισσα τῆς μονῆς στὸν Ὠρωπό, γιὰ ἕνα θέμα ποὺ ἀφοροῦσε καὶ στὴ δική μας μονή. Κάποια στιγμή, τὸ τηλέφωνο ἀπάντησε, κι ἄκουσα στὴν ἄλλη γραμμή, άπότομη, ὡς συνήθως, τὴν φωνὴ τοῦ γέροντος: “Ἐμπρός, ἔλα.” Στὴν ἀρχὴ δὲν κατάλαβα τί συνέβαινε, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο συνεχίζει, “Ἔλα, ἐγὼ εἶμαι, ὁ Πορφύριος.” Τοῦ εἶπα, ὅταν συνῆλθα, “Γέροντα, δὲν ἔχεις φύγει πρὸς τὴν ἄλλη ζωή;” Μοῦ λέει “Ναί. Ἀλλὰ ἐφόσον θέλεις ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό, καὶ ἡ γερόντισσα ἀπουσιάζει, ὁ Θεὸς παραχώρησε νὰ σοῦ ἀπαντήσω.”

Ὁ γέρων Πορφύριος ἔμεινε πάντα νέος. Ἀγαποῦσε τὴ ζωή, ἀγαποῦσε τὴ φύση, τὴ δημιουργία, ἀλλὰ καὶ τὸν πολιτισμό. Δὲν ἀπέρριπτε τίποτε, γνώριζε νὰ δοκιμάζει καὶ νὰ κατέχει τὸ καλό. 

Ἦταν ἔξω ἀπὸ τὶς συμβάσεις τοῦ καθωσπρέπει, κοινωνικοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἦταν ὅλος φωτιά, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ φωτιὰ στὴν ὁποία ζοῦσε, καὶ μὲ τὴν ὁποία φώτιζε τὸν κόσμο.

Γι αὐτὸ καὶ συνιστοῦσε τὴν ὁδὸ τῆς ἀγάπης. Μὴν πολεμᾶτε τὸ κακό, ἔλεγε. Ἀνοῖξτε τὴν ἀγκαλιά σας στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δοθεῖτε σ’ Αὐτὸν μὲ οὐράνιο ἔρωτα, χωρὶς νὰ ξέρει ἡ δεξιά σας τί ποιεῖ ἡ ἀριστερά σας, δηλ. χωρὶς ὑπολογισμούς, ὅτι θὰ κάνω αὐτὸ καὶ θὰ κερδίσω ἐκεῖνο.

Ὁ ἅγιος δὲν χρειάζεται οὔτε τὴν τιμή μας, οὔτε κἄν τὴν ἀναγνώριση. Εἶναι πάντα κοντά μας, γιατὶ ζεῖ μέσα στὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ τόπος τῶν ὅλων. Ὁ λόγος του εἶναι πάντοτε ζωντανός, παρηγορητικὸς ὅσο καὶ κοφτερός.

Ἐὰν συναζόμεθα γιὰ νὰ μιλήσουμε γιὰ ἕναν ἅγιο, εἶναι γιὰ νὰ βρεθοῦμε κάπου στὰ ἴχνη του. Νὰ σπουδάσουμε τὸν τρόπο του, ποὺ εἶναι τὸ ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο. Νὰ καθρεφτίσουμε στὴν εἰκόνα του τὸν ἑαυτό μας, νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, καὶ ἐν τέλει, νὰ χαράξουμε ἀπὸ κοινοῦ μιὰ πορεία, ὄχι μὲ βάση τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὶς φιλοδοξίες μας, ἀλλὰ μὲ βάση αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ τῶν ἁγίων: τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη.

Ποιὸς μπορεῖ νὰ φθάσει σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη;
Ὡστόσο, αὐτὴ ἦταν ἡ συμβουλὴ τοῦ ἁγίου Πορφυρίου: νὰ μελετᾶμε τοὺς βίους τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ βροῦμε τοὺς τρόπους ποὺ μεταχειρίσθηκαν. Καθώς ἔλεγε, “ Καλὸ εἶναι νὰ κάνομε αὐτὴ τὴν κλοπή. Νὰ κάνομε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι. Αὐτοὶ ρίχθηκαν στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔδωσαν ὅλη τὴν καρδιά τους. Νὰ κλέψομε λοιπὸν τὸν τρόπο τους.”

Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος, Καθηγούμενος Ἱ. Μονῆς Κουτλουμουσίου
(Χαιρετισμὸς σὲ ἐκδήλωση στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης)
http://inpantanassis.blogspot.

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας


Τῌ ΤΕΤΑΡΤῌ ΤΗΣ Ζ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην 
ιστ΄ 15 – 23 
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα. Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· Τί ἐστι τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καί ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα; ἔλεγον οὖν· Τοῦτο τί ἐστιν ὃ λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμε τί λαλεῖ. ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Περὶ τούτου ζητεῖτε μετ' ἀλλήλων ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με; ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ' ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται. ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ' ὑμῶν. καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν. 

Νεοελληνική απόδοση:
Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας μου, εἶναι δικά μου. Γι’ αὐτὸ σᾶς εἶπα ὅτι θὰ πάρῃ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι δικό μου καὶ θὰ σᾶς τὸ ἀναγγείλῃ. Ὀλίγον χρόνον ἀκόμη καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον καὶ πάλιν ὀλίγον χρόνον καὶ θὰ μὲ ἰδῆτε, διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα». Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του εἶπαν μεταξύ τους, «Τί σημαίνει τοῦτο ποὺ μᾶς λέγει, «Ὀλίγον χρόνον ἀκόμη καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε καὶ πάλιν ὀλίγον χρόνον καὶ θὰ μὲ ἰδῆτε»; Καὶ «διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα»; Ἔλεγαν λοιπόν, «Τί σημαίνει τοῦτο ποὺ λέγει, «ὀλίγον χρόνον»; Δὲν καταλαβαίνομε τί λέγει». Ἀντελήφθη ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἤθελαν νὰ τὸν ἐρωτήσουν καὶ τοὺς εἶπε, «Γι’ αὐτὸ ποὺ εἶπα συζητεῖτε μεταξύ σας; «Ὀλίγον χρόνον ἀκόμη καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε καὶ πάλιν ὀλίγον χρόνον καὶ θὰ μὲ ἰδῆτε»; Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι σεῖς θὰ κλάψετε καὶ θὰ θρηνήσετε, ἀλλ’ ὁ κόσμος θὰ χαρῇ. Σεῖς βέβαια θὰ λυπηθῆτε, ἀλλ’ ἡ λύπη σας θὰ μεταβληθῇ σὲ χαρά. Ἡ γυναῖκα ὅταν γεννᾷ, ἔχει λύπην, διότι ἦλθε ἡ ὥρα της, ἀλλ’ ὅταν γεννήσῃ τὸ παιδί, δὲν θυμᾶται πλέον τὴν θλῖψιν ἀλλὰ χαίρει διότι γεννήθηκε ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ σεῖς λοιπὸν τώρα ἔχετε λύπην· ἀλλὰ πάλιν θὰ σᾶς δῶ καὶ θὰ χαρῇ ἡ καρδιά σας καὶ τὴν χαράν σας κανεὶς δὲν θὰ σᾶς τὴν ἀφαιρέσῃ. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν θὰ μὲ παρακαλέσετε γιὰ τίποτε. Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὅσα ζητήσετε ἀπὸ τὸν Πατέρα εἰς τὸ ὄνομά μου, θὰ σᾶς τὰ δώσῃ.

Η εορτή της ημέρας


Ὁ Ἅγιος Ἑρμείας ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἑρμείας καταγόταν ἀπὸ τὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου τοῦ Ἀντωνίνου (138 – 161 μ.Χ.). Ὑπηρετώντας ὡς στρατιώτης στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες, κατὰ τὸ διωγμὸ ποὺ κινήθηκε τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, διεβλήθη καὶ αὐτὸς ὡς Χριστιανός, συνελήφθη δὲ καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ δούκα Σεβαστιανοῦ, ἐξαναγκαζόμενος νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἑρμείας ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρμα τοῦ προσώπου, τοῦ ἔσπασαν τοὺς ὀδόντες καὶ τὸν ἔριξαν σὲ ἀναμμένο καμίνι.
Ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὰ μαρτύρια αὐτά, ποτίστηκε μὲ ἰσχυρότατο δηλητήριο. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ δοκιμασία αὐτὴ ἐξῆλθε ἀβλαβής, καὶ ἔγινε πρόξενος μεταστροφῆς πρὸς τὸν Χριστὸ τοῦ μάγου ποὺ τοῦ χορήγησε αὐτό. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ μάγος ἀποκεφαλίσθηκε, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Ὑποβλήθηκε σὲ σειρὰ νέων βασανιστηρίων, τέθηκε ἐντὸς ζέοντος ἐλαίου καὶ τυφλώθηκε, στὴ συνέχεια δὲ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ κρεμάσθηκε σὲ δένδρο, τελειώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ. Ἀξιώθηκε ἔτσι τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν, Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ᾧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον.
Ὅπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


Πες πως είναι δώδεκα τα πάθη. Αν ένα από αυτά αγαπήσεις με το θέλημά σου, είναι ικανό να αναπληρώσει και τα άλλα έντεκα.

Άγιος Μάρκος ο Ασκητής

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α´ Οικουμ. Συνόδου στη Μονή Επανωσήφη (Φώτο)

        Φωτοστιγμές από την Θεία Λειτουργία την περασμένη Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη. Λειτουργεί ο Καθηγούμενος Αρχιμ. Βαρθολομαίος, με τους Ιερομονάχους Τιμόθεο, Θεόκλητο και τον Διάκονο Κύριλλο.






















ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΑΡΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ… (17)


Κτύπησε το κουδούνι κι ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος του κελαηδίσματος . Καμία ανταπόκριση. Ξανακτύπησε και περίμενε. Η θύρα παρέμενε κλειστή.
«Γέροντα, επειδή είναι μεσημέρι, θα αναπαύονται. Μάλλον δεν θα μας ανοίξει κανείς», είπε στον σεβάσμιο λευκασμένο Γέροντα ο ηλικιωμένος που ήταν η συνοδεία του.
«Ναι, έτρεφα μία ελπίδα μήπως μας ανοίξουν, αλλά δεν πειράζει. Τι να κάνουμε; Απλώς, όπως σου είπα, έπρεπε να βρεθούμε τέτοια ώρα σ’ αυτά τα μέρη, και θεώρησα υποχρέωσή μου να έρθω να προσκυνήσω τον άγιο, να γονατίσω μπροστά στο κρεβατάκι του, να φιλήσω τ’ άγιο πετραχήλι του».
Ο Γέροντας και ο συνοδός του έκαναν τον σταυρό τους κι έφυγαν. «Γέροντα, εγώ ήλθα. Να έχουμε την ευχή σου, έστω κι αν δεν σε προσκύνησα», είπε νοερά ο αγαθός λευίτης, και ένιωσε ένα απαλό χάδι στο ώμο. Ανατρίχιασε.
Ο Γέροντας που είχε έλθει στο Μοναστήρι του αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου δεν ήταν κανένας άγνωστος ή τυχαίος. Πνευματικοπαίδι του Γέροντα Πορφυρίου πιο πίσω και από τα μέσα του προηγουμένου αιώνα, είχε αναπτύξει μαζί του μία ιδιαίτερα στενή σχέση, η οποία τροφοδοτούσε την όλη αγιασμένη ιερατική πορεία του. Είχε γνωρίσει τον Γέροντα λίγα χρόνια πριν εισέλθει στον ιερό κλήρο, κι έκτοτε δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Πώς άλλωστε να αφήσεις αυτό που είναι μέλι και παραπάνω από μέλι; Σαν να είχε βρει κρήνη τ’ ουρανού και είχε βάλει τα χείλη του και έπινε ασταμάτητα.
Ένιωθε και έβλεπε ότι ο Γέροντάς του Πορφύριος δεν ήταν κάποιος κληρικός, απλώς καλός. Σιγά σιγά ανεκάλυπτε χαρίσματα που στην αρχή τον παραξένευαν, έπειτα όμως τον έκαναν να δοξολογεί τον Θεό για τη χάρη που του είχε επιφυλάξει να γνωρίσει έναν τέτοιο άνθρωπο. Όπως για παράδειγμα τότε που τον είχε φωνάξει ο Γέροντας και του είχε σχεδιάσει σ’ ένα χαρτί κάποια σχέδια.
«Να, Γεώργιε. Εδώ δεν είναι το σπίτι σου έτσι; Εδώ δεν είναι μία ωραία πηγή που βγάζει γάργαρο νερό; Και λίγο πάνω από το σπίτι σου, εκεί στο νησί, τι ωραία θέα είναι αυτή, βρε παιδί μου; Σαν να έβαλε ο Θεός όλη την τέχνη του για να τη ζωγραφίσει. Γι’ αυτό και όλος ο κόσμος έρχεται από παντού για να τη θαυμάσει».
Του φάνηκε ότι ο Γέροντας μετρούσε τις δυνάμεις του στη… ζωγραφική. Νόμισε ότι ο ίδιος του είχε περιγράψει το σπίτι και το νησί του, κι ο Γέροντας έπειτα το αποτύπωσε. Αλλά καθώς έψαξε στη μνήμη του, είδε ότι πέρα από την αναφορά στο νησί του δεν είχε κάνει λόγο για κάτι άλλο. Άρχισε να… υποψιάζεται πως εδώ με τον Γέροντα συμβαίνουν πράγματα που υπερβαίνουν τη φυσική τάξη. Ξεκίνησε να τον παρακολουθεί, όποτε βρισκόταν μαζί του, σε ό,τι έκανε και έλεγε. Να γίνεται ένας… κατάσκοπός του. Ένας κατάσκοπος του ανθρώπου του Θεού. Και δεν άργησε να τον φωτίσει ο Θεός. Ο Γέροντάς του είχε από τον Θεό χαρίσματα που τον έθεταν στη σειρά των μεγάλων αγίων. Διορατικό χάρισμα, προορατικό χάρισμα, χάρισμα θαυματουργίας.
 «Μου ανοίγεται, Γεώργιε, μπροστά μου πολλές φορές ένα μεγάλο  παράθυρο – του είχε πει κάποια άλλη φορά – και βλέπω τι συμβαίνει στον κόσμο, μέχρι κάτω στην Αφρική. Κι όχι μόνο!»
Κι έβλεπε ο νέος κληρικός και διαπίστωνε ότι αυτά δόθηκαν στον άγιο Γέροντα, γιατί ήταν υπέρμετρα ταπεινός· γιατί ήταν δοσμένος απόλυτα στην προσευχή· γιατί είχε έρωτα με τον Θεό, και μάλιστα παιδιόθεν!
Η συνειδητοποίηση αυτή τον συνέτριβε: αισθανόταν τη δική του μικρότητα και ταυτόχρονα τη δική του ευθύνη. Ο Κύριος του έδωσε αυτό το δώρο: να έχει τέτοιο Γέροντα, κι έπρεπε κι αυτός όσο ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί. Γι’ αυτό και πολλαπλασίαζε κάθε φορά τις ώρες της προσευχής του, τις ώρες της διακονίας του, τη μελέτη του στον λόγο του Θεού. Γι’ αυτό και ο Θεός του αύξανε διαρκώς και τα δικά του φυσικά χαρίσματα, ώστε δι’ αυτών και ο ίδιος να αγιάζεται, αλλά και να αγιάζει τον λαό του Θεού. Γιατί ήταν κι αυτός «σκεύος εκλογής» και θα ερχόταν ώρα, μετά από πολλά πολλά χρόνια, όταν θα είχε φτάσει και η δική του ώρα εξόδου του από τον κόσμο, να ακούσει «κεκοιμημένος» πια την κρίση γι’ αυτόν του οσίου Γέροντά του, την οποία είχε εμπιστευτεί σε άλλον αδελφό κληρικό : «Ο πατήρ Γεώργιος είναι άγιος βρε! Μην τον μετράς με τα κοινά μέτρα».
«Πατέρα, μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο το βράδυ», είπε χαρούμενη μα κι ελαφρώς ταραγμένη η πρωτοκόρη του Γέροντα Γεωργίου, καθώς τον χαιρέτισε και του φίλησε το χέρι. Είχε σπεύσει μεσημέρι πια στο σπίτι του πατέρα της, αφήνοντας για λίγο την οικογένειά της, για να του αγγείλει το παράξενο που της είχε συμβεί.
«Τι συνέβη, κόρη μου;», είπε ο γέρων ιερέας, και τα μάτια του, ίδιο γαλάζιο κομμάτι τ’ ουρανού, αναπαύτηκαν στο αγαπημένο του παιδί. «Εσείς δεν τρώτε το μεσημέρι; Τα παιδιά σου δεν σκούζουν που γουργουρίζει η κοιλιά τους;», είπε και το χαμόγελο άνθισε στα χείλη του, σαν να γελούσε ο ουρανός.
«Πατέρα, είδα ένα όνειρο που σχετίζεται μ’ εσένα και τον άγιο Γέροντα Πορφύριο. Σαν να μου έδωσε ένα μήνυμα για σένα», είπε και τα χέρια της σφίχτηκαν, ενώ η φωνή της τρεμούλιασε.
«Πες μου, παιδί μου. Τι είδες; Αρχίζω και ανησυχώ».
«Είδα τον Γέροντα Πορφύριο, πατέρα, ολοζώντανο και ολοφώτεινο. Μου μίλησε κι ήταν τα λόγια του βάλσαμο στην ψυχή μου. Χαμογελαστός όπως πάντα μου απηύθυνε τον λόγο και μου είπε: “Πες στον πατέρα σου ότι με ευχαρίστησε πάρα πολύ η επίσκεψή του χθες στο μοναστήρι. Τον είδα και χάρηκα πολύ!” Και μετά χάθηκε. Περίμενα πώς και πώς να έλθεις από τον ναό για να σου το πω».
Δάκρυσε ο άγιος κληρικός. Δεν είχε πει σε κανέναν ότι πέρασε από το μοναστήρι του Γέροντα Πορφυρίου. Κανείς δεν ήξερε για την επίσκεψή του αυτήν. Μα, οι άγιοι είναι ζωντανοί και μας παρακολουθούν. Συμμετέχουν στη ζωή μας.
«Ναι, παιδί μου. Είχα πάει χθες να τον προσκυνήσω, μα δεν μας άνοιξε κανείς. Και έφυγα ζητώντας του την ευχή του. Και να, ο άγιος έδωσε την απάντησή του μέσα από το δικό σου όνειρο. Πόσο άμεσα βλέπουμε αυτό που μας έλεγε πάντοτε:  “Όταν θα φύγω από τον κόσμο τούτο, θα είμαι περισσότερο κοντά σας. Γιατί δεν θα με εμποδίζει τότε το φυσικό μου σκήνωμα, το σώμα μου”».

http://pgdorbas.blogspot.

ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (16)


«Ο νους του “πρακτικού” μπορεί να ασκεί πολλών ειδών εργασίες. Να σκέπτεται δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό, να ενθυμείται τον Θεό, να ενθυμείται την ουράνια βασιλεία, να ενθυμείται τον ζήλο των Μαρτύρων, να ενθυμείται ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών, όπως ο Ψαλμωδός που έλεγε, “προωρώμην τον Κύριον” κλπ. (Ψαλμ. ιε΄ 8). Να ενθυμείται ακόμη τους αγίους αγγέλους, τον χωρισμό της ψυχής του από το σώμα, τη συνάντηση με τα τελώνια του αέρα, την απόφαση του Κριτού, την κόλαση» (λόγ. στ΄ 17).
Ακούς για τις θεωρίες των μεγάλων αγίων και πιθανόν ζηλεύεις. Για τις αρπαγές του νου στα ουράνια, για τα «άρρητα ρήματα» που άκουσε ο απόστολος Παύλος, για «οράσεις» ιδιαίτερα χαρισματικές. Κλίνε το γόνυ της καρδιάς και δόξασε τον Θεό για το τι επιφυλάσσει  στους γνήσιους δούλους Του, τους πλήρως αφιερωμένους σ’ Αυτόν.  Μόνο τούτο όμως! Για να φτάσει κανείς εκεί, αν φτάσει ποτέ, θα περάσει υποχρεωτικά από την πράξη: την καθημερινή άσκηση των αρετών, τον αδιάκοπο αγώνα παραμονής πάνω στις εντολές του Χριστού. Διότι «πράξίς εστιν θεωρίας επίβασις» (η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία).
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: ο νους από τη φύση του πια μετά την πτώση στην αμαρτία είναι «αλήτης»: ξεφεύγει δηλαδή εύκολα και περιπλανιέται από δω κι από κει. Απαιτείται μεγάλος αγώνας και ξεχωριστή χάρη από τον Κύριο για να τον κρατάει κανείς εκεί που πρέπει, να τον έχει περιορισμένο στην έδρα του, την καρδιά.  Άκου τι λέει ο Μέγας Βασίλειος επ’ αυτού: «Ο νους που δεν διασκορπίζεται και δεν διαχέεται μέσω των αισθήσεων στα πράγματα του κόσμου, επιστρέφει στον εαυτό του, στην καρδιά του δηλαδή, και διά του εαυτού του οδηγείται στην έννοια του Θεού». Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε δεν είπε ότι η Βασιλεία του Θεού «εντός υμών εστιν»;
Πώς θα κρατήσεις λοιπόν τον νου στην καρδιά; Βεβαίως, όλοι οι άγιοί μας προτείνουν την προσευχή του Ιησού. Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»: είναι το βαρύ «πυροβολικό» στην πνευματική ζωή.  Μπορείς όμως να ασκείς και άλλες πολλές εργασίες. Να δίνεις δηλαδή «τροφή» στον νου σου με αυτά που θα τον ωθούν διαρκώς στο κέντρο του, την καρδιά. Όπως: να σκέπτεσαι τον Θεό και την αγάπη Του, να σχολάζεις πάνω στην ουράνια βασιλεία Του, στον ζήλο των μαρτύρων, στην πανταχού παρουσία Του, στον φύλακα άγγελό σου, στην ώρα του θανάτου σου, στο τι έπειτα θα ακολουθήσει με την κρίση.  
Μεγάλες εργασίες που ορθά ασκούμενες από τον νου προστατεύουν από την πτώση στην αμαρτία και εξισορροπούν τον ανθρώπινο ψυχισμό μας! Γιατί μας κρατούν στη χάρη του Θεού!

http://pgdorbas.blogspot.

Η τελευταία Λειτουργία...


Ὕστερα τραβήξανε στὴν Ἁγια-Σοφιά. Κόσμος, παλαβωμένος ἀπ᾿ τὸ φόβο, τὴν εἶχε γιομίσει κ᾿ οἱ καμάρες ἀντιλαλούσανε ἀπὸ τὸ θρῆνο. Οἱ γυναῖκες κλαίγανε σιγανά, τὰ παιδιὰ ξεφωνίζανε κι᾿ ὅλοι τρέμανε σὰν τὰ καλάμια. Ποιὰ καρδιὰ δὲ θὰ ράγιζε! «Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλον ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.»

 Οἱ διάκοι λέγανε μπροστὰ στὴν Ἅγια Πόρτα τὰ Εἰρηνικά, μὰ ἡ ὀχλοβοὴ δὲν ἄφηνε ν᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή τους. Σὰν ἀρχίσανε οἱ ψαλτάδες, τὸ Κοινωνικὸ «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος, ἀλληλούϊα», ὁ βασιλιὰς τράβηξε κατὰ τὸ τέμπλο, ντυμένος μὲ τὰ τριμμένα ροῦχα του, δακρυσμένος, μαραζωμένος, μὲ γένεια καὶ μαλλιὰ ἀχτένιστα σὰν βαρυποινίτης, κ᾿ ἔπεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς μ᾿ ἀναστεναγμούς, μουρμουρίζοντας: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μὲ ζάλαι ὥς περ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε, καὶ τὴν ἐμὴν κατασχοῦσαι καρδίαν κατατιτρώσκουσι βέλει τῶν θλίψεων.»

 Καὶ σὰν ἐβγῆκε ὁ Πατριάρχης μὲ τὸ ποτήρι, πῆγε καὶ μετάλαβε κ᾿ ὕστερα γύρισε κατὰ τὸ λαὸ κ᾿ εἶπε: «Χριστιανοί, συγχωρῆστε τὶς ἁμαρτίες μου, κι᾿ ὁ Θεὸς ἂς συγχωρέσῃ τὶς δικές σας!» Κι᾿ ὁ κόσμος μὲ μιὰ φωνὴ φώναξε: «Συγχωρεμένος!» 

Μέσα στ᾿ Ἅγιο Βῆμα ὁ Πατριάρχης, σκυμμένος ἀπάνω στὰ τίμια δῶρα, μνημόνευε: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς πόλεως, ἐν ᾗ παροικοῦμεν, καὶ πάσης πόλεως καὶ χώρας, καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς. Μνήσθητι, Κύριε, πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν μεμνημένων τῶν πενήτων, καὶ ἐπὶ πάντας ἡμᾶς τὰ ἐλέη σου ἑξαπόστειλον.»

Σὰν τελείωσε ἡ λειτουργία, ἤτανε νύχτα. Ὁ βασιλιὰς πῆγε στὸ παλάτι καὶ κάθησε λίγη ὥρα γιὰ νὰ συγχωρεθῇ μὲ τοὺς δικούς του καὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες του. «Ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους, τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ;» Καὶ σὰν τοὺς ἀποχαιρέτισε, καβαλλίκεψε τ᾿ ἀλογό του μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του καὶ ἐπιθεώρησε τὸ κάστρο γιὰ νὰ δῇ ἂν εἶνε στὸν τόπο του ὁ καθένας....

https://proskynitis.blogspot.

Οι αληθινοί Χριστιανοί δεν φοβούνται.


Οι αληθινοί Χριστιανοί δεν φοβούνται. Φοβάται αυτός που βρίσκεται μακριά από Τον Ιησού Χριστό
Η δειλία είναι νηπιακή συμπεριφορά μιας ψυχής πού εγήρασε στην κενοδοξία. Η δειλία είναι απομάκρυνσις της πίστεως, με την ιδέα ότι αναμένονται απροσδόκητα κακά.

Ο φόβος είναι κίνδυνος που προμελετάται. Ή διαφορετικά, ο φόβος είναι μία έντρομη καρδιακή αίσθησις, πού συγκλονίζεται και αγωνιά από αναμονή απροβλέπτων συμφορών. Ο φόβος είναι μία στέρησις της εσωτερικής πληροφορίας. Η υπερήφανη ψυχή είναι δούλη της δειλίας∙ έχοντας πεποίθησι στον εαυτόν της και όχι στον Θεόν, φοβείται τους κρότους των κτισμάτων και τις σκιές.

Όσοι πενθούν και όσοι καταπονούνται χωρίς να υπολογίζουν κόπους και πόνους, δεν αποκτούν δειλία. Πολλές φορές όσοι υποκύπτουν στην δειλία χάνουν το μυαλό τους. Και είναι φυσικό αυτό, διότι είναι δίκαιος Εκείνος πού εγκαταλείπει τους υπερηφάνους, ώστε και οι υπόλοιποι να μάθωμε να μη υψηλοφρονούμε.

Όλοι όσοι φοβούνται είναι κενόδοξοι, αλλ΄ όμως όλοι όσοι δεν φοβούνται δεν σημαίνει ότι είναι ταπεινόφρονες, αφού και οι λησταί και οι τυμβωρύχοι δεν υποκύπτουν εύκολα στην δειλία.

Σε όποιους τόπους συνηθίζεις να φοβήσαι, μη διστάζης να πηγαίνης, όταν ακόμη δεν έχη ξημερώσει. Εάν δείξεις κάποια χαλαρότητα στο σημείο αυτό, τότε θα γηράση μαζί σου το νηπιακό και αξιογέλαστο τούτο πάθος. Ενώ βαδίζεις προς τα εκεί οπλίζου με την προσευχή. Μόλις φθάσης σ΄ εκείνους τους τόπους, ανύψωσε τα χέρια σου. Με το όνομα του Ιησού μάστιζε τους εχθρούς, διότι δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε στην γη ισχυρότερο όπλο. Αφού απαλλαγής από την αρρώστεια αυτή, ας ανυμνήσης τον Λυτρωτή σου∙ διότι εάν τον ευγνωμονής, θα σε σκεπάζη παντοτινά.

Ποτέ δεν μπορείς διά μιας να γεμίσης την κοιλία. Παρόμοια βέβαια δεν μπορείς διά μιας να νικήσης την δειλία. Όταν έχωμε πολύ πένθος, θα υποχωρήση πιο γρήγορα∙ όταν όμως αυτό μας λείπη, θα παραμένουμε συνεχώς δειλοί. «Έφριξάν μου τρίχες και σάρκες» είπε ο Ελιφάζ (Ιώβ δ΄ 15), περιγράφοντας την πανουργία τούτου του δαίμονος.

Άλλωτε εδειλίασε πρώτα η ψυχή και άλλοτε το σώμα, και εν συνεχεία μεταβίβασε το ένα στο άλλο το πάθος. Αν συμβή να φοβηθή το σώμα, χωρίς όμως να εισδύση ο άκαιρος φόβος στην ψυχή, ευρισκόμεθα πλησίον στην θεραπεία. Όταν δε όλα τα δυσάρεστα και απροσδόκητα τα δεχώμεθα πρόθυμα, με συντριμμένη καρδιά, τότε ελευθερωθήκαμε πραγματικά από την δειλία.

Δεν ενισχύει τους δαίμονας εναντίον μας το σκότος και η ερημία των τόπων, αλλά η ακαρπία της ψυχής μας. Μερικές φορές όμως πρόκειται για οικονομική παίδευσι εκ μέρους του Θεού.

Εκείνος που έγινε δούλος του Κυρίου, θα φοβηθή μόνο τον ιδικό του Δεσπότη. Και εκείνος πού δεν φοβείται ακόμη Αυτόν, φοβείται πολλές φορές την σκιά του.

Όταν πλησιάση αοράτως ένα πονηρό πνεύμα, φοβείται το σώμα. Όταν όμως πλησιάση κάποιος Άγγελος, αγάλλεται η ψυχή των ταπεινών. Γι΄αυτό, μόλις από την ενέργεια αυτή αντιληφθούμε την παρουσία του, ας τρέξουμε γρήγορα στην προσευχή, διότι ήλθε να προσευχηθή μαζί μας ο αγαθός μας φύλαξ.

Όποιος ενίκησε την δειλία, είναι φανερό ότι ανέθεσε στον Θεόν και την ζωή και την ψυχή του.

«Περί Δειλίας» ΚΛΙΜΑΞ Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου
http://inpantanassis.blogspot.

Η αρχή του εβδόµου Αιώνα σηµαίνει το τέλος των αιώνων…


Από το όραµα του Αγίου Νήφωνος Κωνσταντιανής για την µέλλουσα Κρίση:

… Έπειτα, ο Κύριος, πρόσταξε να του φέρουν τους Επτά Αιώνες της συστάσεως του κόσµου. Ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ ανέλαβε την εκτέλεση κι αυτής της προσταγής.

Γι’ αυτό πήγε αµέσως στον οίκο της διαθήκης και τους έφερε. Ήταν σαν µεγάλα βιβλία και τα τοποθέτησε µπροστά στον Κριτή. Έπειτα στάθηκε παράµερα παρατηρώντας µε ευλάβεια πως ξεφυλλίζει ο Κύριος την ιστορία των αιώνων.

Πήρε Εκείνος τον πρώτο Αιώνα, τον άνοιξε και διάβασε:
«Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύµα, ένας Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο Υιός και δηµιουργός των αιώνων. ∆ιότι µε τον Λόγο του Πατρός, τον Υιό, έγιναν οι Αιώνες, δηµιουργήθηκαν οι ασώµατες ∆υνάµεις και στερεώθηκαν οι ουρανοί, η γη, τα καταχθόνια, η θάλασσα, οι ποταµοί και πάντα τα εν αυτοίς». Έπειτα διάβασε λίγο παρακάτω:

«Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάµ, µε τη γυναίκα του, την Εύα. Στον Αδάµ δόθηκε µια εντολή από τον παντοκράτορα Θεό και δηµιουργό όλων των ορατών και αοράτων. Είναι ένας νόµος που πρέπει να τηρηθεί µε κάθε ασφάλεια και ακρίβεια, ώστε να θυµάται τον δηµιουργό του, και να µην ξεχνάει ότι υπάρχει Θεός από πάνω του». Πάλι προχώρησε λίγο:

«Παράβαση στην οποία υπέπεσε η εικόνα του Θεού από απάτη ή µάλλον από απροσεξία και αµέλεια. Αµάρτησε ο άνθρωπος και διώχτηκε απ’ τον παράδεισο µε δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού. ∆εν µπορεί να βρίσκεται µέσα σε τόσα αγαθά ο αχρείος παραβάτης!». Πιο κάτω διάβασε:

«Ο Κάιν ρίχτηκε στον Άβελ και τον σκότωσε, κατά την βουλή του διαβόλου. Οφείλει να καεί στη φωτιά της γέεννας, γιατί έµεινε αµετανόητος. Ενώ ο Άβελ θα ζήσει αιώνια». Κατά τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε τα έξι βιβλία των Αιώνων. Πήρε τέλος τον έβδοµο και διάβασε:

«Η αρχή του εβδόµου Αιώνα σηµαίνει το τέλος των αιώνων. Αρχίζει να γενικεύεται η κακία, η πονηρία κι η ασπλαχνία. Οι άνθρωποι του έβδοµου Αιώνα είναι πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, µε υποκριτική αγάπη, φίλαρχοι, υποδουλωµένοι στις σοδοµιτικές αµαρτίες». Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε κι έστρεψε αµέσως θλιµµένο το βλέµµα του ψηλά, στήριξε το ένα χέρι στο γόνατο, µε το άλλο σκέπασε το πρόσωπο και τα µάτια κι έµεινε συλλογισµένος σ’ αυτή τη στάση ώρα πολλή. Σε λίγο ψιθύρισε:

«Αλήθεια τούτος ο έβδοµος Αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την πονηρία όλους τους προηγούµενους». ∆ιάβασε παρακάτω:

«Οι Έλληνες και τα είδωλά τους γκρεµίσθηκαν µε το ξύλο, την λόγχη και τα καρφιά που έµπηξαν οι σταυρωτές στο ζωηφόρο Σώµα µου». Σώπασε µερικές στιγµές και πάλι έσκυψε στο βιβλίο.

«∆ώδεκα άρχοντες του Μεγάλου Βασιλέως, λευκοί σαν το φως, συντάραξαν τη θάλασσα, στόµωσαν θηρία, έπνιξαν τους νοητούς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασµένους και φτώχεψαν πλουσίους. Ψάρεψαν πολλές νεκρωµένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος ο µισθός τους!…». Κι έπειτα από λίγο:

«Εγώ ο Αγαπητός διάλεξα και µάρτυρες αθλοφόρους για χάρη µου. Η φιλία τους έφτασε ως τον Oυρανό και η αγάπη τους ως τον θρόνο µου! Ο πόθος τους ως την καρδιά µου και η λατρεία τους µε φλογίζει δυνατά. Η δόξα και το κράτος µου είναι µαζί τους!…».

Αφού γύρισε αρκετά φύλλα, ψιθύρισε µ’ ένα χαµόγελο ικανοποιήσεως:

«Ω πανέµορφη και πολύτιµη Νύµφη! Πόσοι αισχροί πάσχισαν να σε µολύνουν! Μα δεν πρόδωσες Εµένα το Νυµφίο σου!… Αµέτρητες αιρέσεις σε απείλησαν, αλλά η πέτρα που πάνω της είσαι θεµελιωµένη δεν σαλεύθηκε, γιατί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».

Πιο κάτω ήταν γραµµένες όλες οι αµαρτίες των ανθρώπων, όσες βρήκε ο θάνατος να µην έχουν ξεπλυθεί στη µετάνοια. Κι ήταν τόσες πολλές, σαν την άµµο της θάλασσας!… Τις διάβασε ο Κύριος δυσαρεστηµένος και κουνούσε το κεφάλι του αναστενάζοντας. Το αµέτρητο πλήθος των αγγέλων στεκόταν περίτροµο από το φόβο της δίκαιης οργής του Κριτού. Όταν ο Κύριος έφτασε στη µέση του Αιώνα αυτού, παρατήρησε:

«Τούτο το έσχατο βιβλίο είναι γεµάτο από τη δυσωδία των αµαρτιών, από τ’ ανθρώπινα έργα, που είναι όλα ψεύτικα και βρωµερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, έχθρες, µνησικακίες. Φθάνει πια! Θα το σταµατήσω στη µέση. Να πάψει η κυριαρχία της αµαρτίας.

Και λέγοντας αυτά τα οργισµένα λόγια ο Κύριος, έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθηµα για την Κρίση…

http://inpantanassis.blogspot.