Σελίδες

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

ΜΙΣΘΟΙ ΚΛΗΡΙΚΩΝ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ – ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ


Υπό Αντωνίου Κασιμάτη, Δικηγόρου
Νομικού Συμβούλου Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς

Κάθε φορά που θέλει η εξουσία να αποπροσανατολίσει από τα καυτά και υπαρκτά προβλήματα που η ίδια δημιούργησε, επανέρχεται στην επικαιρότητα η εκκλησιαστική περιουσία και η από το κράτος μισθοδοσία των Ιερέων. Κραυγές λαϊκισμού ακούγονται για το πως είναι δυνατόν η Εκκλησία να διαθέτει τεράστια ακίνητη περιουσία, πώς ανέχεται η Πολιτεία να αμείβει αυτή τους Ιερείς και ως επιστέγασμα των κραυγών έρχεται η επωδός περί χωρισμού Εκκλησίας και κράτους.

Ας εξετάσουμε μέσα από την πορεία του χρόνου πώς έχουν τα πράγματα αναφορικά προς την μισθοδοσία του Κλήρου :

1.- ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1828), με διάφορα νομοθετήματα επιβάλλεται κατά καιρούς η αναγκαστική απαλλοτρίωση τμημάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας.

1α.- Στις 18 Ιανουαρίου 1833 η αντιβασιλεία του Όθωνα έφθασε στην Ελλάδα και με βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 400 περίπου Μοναστηριών. Η περιουσία τους περιήλθε στο δημόσιο και τα διατηρούμενα (μοναστήρια) φορολογήθηκαν. Ομοίως η περιουσία των ενοριακών ναών περιήλθε στους Δήμους. Αναφέρουν τα πρακτικά της Επιτροπής : «Εκρίθησαν επάναγκες, οι μεν επίσκοποι να μισθοδοτώνται αυτάρκως και αναλόγως του χαρακτήρος των κατ’ ευθείαν παρά της Κυβερνήσεως.., οι δε πρεσβύτεροι διάκονοι και λοιποί υπηρέται των Εκκλησιών, κυρίως μεν παρά των Κοινοτήτων. όταν δε οι πόροι της Κοινότητος δεν εξαρκούν, η Κυβέρνησις να αναπληροί το ελλείπον από των προειρημένων πόρων». (Πρακτικά 26 Απριλίου 1833). Το μόνο αποτέλεσμα ήταν η αρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πώληση ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια.

1β.- Στις 13 Οκτωβρίου 1834 δημοσιεύθηκε το Διάταγμα «περί συστάσεως Εκκλησιαστικού Ταμείου». Σύντομα το Εκκλησιαστικό Ταμείο είχε ξεφύγει από τον αρχικό σκοπό χωρίς ΚΑΜΙΑ οικονομική συμπαράσταση του κλήρου. Η Πολιτεία για να καλύψει τα ακάλυπτα προέβη σε δήθεν μεταρρύθμιση και

1γ.- Στις 13 Ιανουαρίου 1838 εξέδωσε διάταγμα «Περί διαλύσεως της Επιτροπής του Εκκλησιαστικού Ταμείου». Με το διάταγμα αυτό για λόγους οικονομίας οι αρμοδιότητες της προηγουμένης Ειδικής Επιτροπής περιέχονται «εις την επί των εκκλησιαστικών Γραμματείαν».

1δ.- Ενδιάμεσα, με το Βασιλικό Διάταγμα της 20.5/1.6.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων» έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση (χωρίς καταβολή αντιτίμου) και άλλων τεραστίων σε έκταση κτημάτων και των σε λειτουργία Μονών, δήθεν «χάριν θεαρέστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων» (βλέπε Κων. Μ. Ράλλη, Το αναπαλλοτρίωτον της εκκλησ. περιουσίας, 1903, σσ. 28-30, 51-52). Στην περιουσία που απέμεινε επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία, που όταν αυτή δεν ήταν δυνατόν να καταβληθεί, οδηγούσε σε δημόσιους πλειστηριασμούς!

1ε.- Στις 29 Απριλίου 1843 με άλλο Διάταγμα η όλη κινητή και ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία περιέρχεται στο Δημόσιο του οποίου η επί των οικονομικών Γραμματεία αναλαμβάνει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις «αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του κλήρου… καθόσον, η της υπηρεσίας ταύτης ειδικότης εγγυάται πληρεστέραν εις αυτήν επιτυχίαν».

Δεν συμπληρώθηκαν 10 χρόνια ζωής του Εκκλησιαστικού Ταμείου και μία τεράστια Εκκλησιαστική περιουσία ενθυλακώθηκε από το Κράτος (πάντοτε αφερέγγυο) και σπαταλήθηκε χωρίς να ανταποκριθεί το κράτος ούτε κατ’ελάχιστον στις βασικές υποχρεώσεις του απέναντι στον εφημεριακό κλήρο.

2.- 20ος ΑΙΩΝΑΣ ΚΑΙ ΕΩΣ ΤΟΥ 1945

Στον 20ο αιώνα η απαλλοτριωτική «μανία» εξακολούθησε σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Έτσι, με τους Νόμους 1072/1917 και 2050/1920 (γνωστό ως «αγροτικό νόμο»), αλλά και άλλους που ακολούθησαν (π.χ. 2189), επιβλήθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση μοναστηριακών κτημάτων, άλλοτε για την αποκατάσταση προσφύγων ή ακτημόνων και άλλοτε –αόριστα– για λόγους «προφανούς ανάγκης και δημοσίας ωφελείας». Σημειώνουμε όσα αποκαλυπτικά αναφέρονται στο υπ’ αρ. 976/780/18.4.1947 έγγραφο του Ο.Δ.Ε.Π. προς τη Γεν. Διεύθυνση Δημόσιου Λογιστικού του υπουργείου Οικονομικών, για το μέγεθος της απαλλοτριωτικής επιβολής του Κράτους: Από το 1917 ως το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών. Το Κράτος καθόρισε αυτό το αντίτιμο, κατέβαλε στο Γενικό Εκκλ. Ταμείο τα 40 εκατομμύρια και οφείλει ακόμα τα 960 ! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία ! Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο, το 50% της γεωργικής γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες. Μάλιστα τα έτη 1919-1920 ο Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Μελέτιος Μεταξάκης θα εκφράσει την απορία του για την κατασπατάληση αυτή και θα ζητήσει εξηγήσεις για την περιουσία. Πρότεινε εφ’όσον το Κράτος δεν δύναται να ανταποκριθεί στις αναληφθείσες υποχρεώσεις του «να επιστραφή η περιουσία αυτή στην Εκκλησία». Ο ίδιος θα γράψει ότι η απάντησις του Υπουργείου επί του τεθέντος θέματος ήταν: «… τα βιβλία του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου, τα κτηματολόγια και τα λογιστικά της περιουσίας ταύτης δεν υφίστανται πλέον, καέντα εις πρόσφατον εν τοις γραφείοις του Υπουργείου Πυρκαϊάν»!

Με τον νόμο 4684/1931, το Κράτος επέβαλε ουσιαστικά την εκποίηση («ρευστοποίηση») ενός ακόμα μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, παρά τις αντιρρήσεις της Εκκλησίας. Ό,τι εισπράχθηκε, τοποθετήθηκε σε «εθνικά χρεώγραφα και χρηματόγραφα» (μας θυμίζουν μήπως τα σύγχρονα ομόλογα ;), αλλά η αξία τους εξανεμίστηκε, σχεδόν στο σύνολό της, όταν η εθνική μας οικονομία καταποντίστηκε στη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, της ξενικής Κατοχής και του εμφυλίου που ακολούθησε.

Γενικά ως προς την περίοδο προ του 1945 πρέπει  να αναφέρουμε ότι επί χρόνια την μισθοδοσία των Ιερέων είχαν αναλάβει οι πιστοί της κάθε ενορίας, οι οποίοι έριχναν τον οβολόν τους για τον Ιερέα όταν προσέρχονταν στην Θεία Λειτουργία ή κανόνιζαν κάποια τιμή με τον Ιερέα όταν επρόκειτο να τελεστεί κάποιο μυστήριο Γάμος, Βάπτιση κ.λ.π. Υπήρχαν βέβαια και Ιερείς – συνήθως σε αγροτικές περιοχές – οι οποίοι αμείβονταν σε είδος δηλαδή από τα προϊόντα που τους έφερναν οι πιστοί. Κατάλοιπο λοιπόν του παραπάνω τρόπου αμοιβής των Ιερέων είναι να δίνεται και σήμερα από τον πιστό ένα Χ ποσό στον Ιερέα όταν τελεί κάποια ιεροπραξία π.χ. τρισάγιο στους τάφους των κοιμητηρίων. Από το επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδας «Εκκλησία», αριθμός φύλλου 44 – 45, Σάββατο 11 Νοεμβρίου 1939 διαβάζουμε (με τον τίτλο «Τυχηρά και δικαιώματα» από τον Ταλαντίου Προκόπιο) : « Ουδείς δύναται να αμφισβητήση ότι ο Ιερός Κλήρος δικαιούται της εκ μέρους των πιστών συντηρήσεως αυτού και ότι η συντήρησις του Ι. Κλήρου είναι καθήκον των πιστών έναντι της Εκκλησίας …» Και λίγο πιο κάτω ομοίως: « Η συντήρησις του Ι. Κλήρου είναι καθήκον γενικόν των πιστών. Πάντες υποχρεούνται, όπως εισφέρωσι…»

          3.- 1945-1952

Το 1945 εκδόθηκε ο Α.Ν. 536/1945 «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης». Από την 1 Οκτωβρίου 1945 οι ενοριακοί Ναοί απαλλάσσονται από την υποχρέωση της καταβολής της μισθοδοσίας των Ιερέων γιατί αναλαμβάνει πλέον η Πολιτεία την μισθοδοσία αυτών, κατόπιν συμφωνίας που επήλθε μεταξύ αυτής και της Εκκλησίας. Πλην όμως τα κονδύλια για την μισθοδοσία των Ιερέων, τα αναλαμβάνει πάλι η Εκκλησία – μέσω του οβολού των πιστών τέκνων της βέβαια – διότι υποχρεούται ο κάθε ενοριακός Ναός να καταβάλει εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων στην οικεία Οικονομική Εφορία. Έτσι τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια ήταν υποχρεωμένα ανά τρίμηνο να καταβάλουν στο Δημόσιο Ταμείο την εισφορά του 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων, αλλιώς υπήρχε ο κίνδυνος να μην πληρωθούν ούτε οι μισθοί ούτε οι συντάξεις όσων Ιερέων δεν κατέβαλαν ή απέκρυπταν την αντίστοιχη εισφορά.

Και βέβαια να μην ξεχνάμε ότι όταν το Κράτος πήρε το 1949 για ΤΡΙΤΗ ΦΟΡΑ την Εκκλησιαστική Περιουσία ΣΥΜΦΩΝΗΣΕ ΝΑ ΕΠΙΒΑΡΥΝΘΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ.

Η Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή (1946-50) και η ειδική Επιτροπή για τη σύνταξη Σχεδίου Συντάγματος, στο άρθρο 143 προέβλεπε την πλήρη απαλλοτρίωση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας, χωρίς αντάλλαγμα! Πρόσχημα; Η αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και γεωργοκτηνοτρόφων. Η Ιεραρχία αντέδρασε, η απόπειρα ματαιώθηκε, αλλά το Κράτος με το Ν.Δ. 327/1947 και αυτό της 29.10.1949 επέφερε νέα πλήγματα. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, ενώ το Σύνταγμα και του 1952 όριζε ότι «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η Ανατολική Ορθόδοξος», προέβαλε την απαίτηση να παραχωρηθεί η εκκλησιαστική περιουσία στο Κράτος.

Οι αφόρητες πιέσεις του Κράτους είχαν ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την υπογραφή της από 18.9.1952 «Συμβάσεως περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», που κυρώθηκε με το Β.Δ. της 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄). Η Σύμβαση αυτή ήταν επαχθής για την Εκκλησία, αφού υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων. Το αντάλλαγμα; Μόλις το 1/3 της πραγματικής αξίας και κάποια αστικά ακίνητα/οικόπεδα. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακύρηξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η "μισθοδοσία" των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό - του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980- ως υποχρέωση του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο -όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932- συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ' άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ' αυτού. Διευκρινίζουμε ότι η μισθοδοσία του κλήρου καλύπτει μόνο τους ιερείς και όχι τους μοναχούς ή μοναχές. Πού λοιπόν τα αναφερόμενα για –δήθεν- «δημόσιους υπαλλήλους" ; Μόνο οι τόκοι από την δημευθείσα εκκλησιαστική περιουσία φθάνουν για να θρέψουν γενιές κληρικών.

Δυστυχώς, το Κράτος με νέα διοικητικά μέτρα όχι μόνο δεν υποστήριξε, αλλά δεν επέτρεψε στην Εκκλησία να αξιοποιήσει ό,τι της απέμεινε. Οι κρατικές Υπηρεσίες, άλλοτε αμφισβητώντας την κυριότητα, με το να ζητούν τίτλους κυριότητας από εποχές που το Κράτος μας δεν υπήρχε, άλλοτε μη δεχόμενο την εγκυρότητα ή την ισχύ αυτοκρατορικών εγγράφων ή πατριαρχικών σιγιλίων και σουλτανικών φιρμανίων, ή χαρακτηρίζοντας ως δασικές ή «διακατεχόμενες» τις μοναστηριακές εκτάσεις, στην πράξη εμπόδισαν και εμποδίζουν την Εκκλησία να αξιοποιήσει την λίγη περιουσία της.

4.- ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ

Από το 1975 και μετά εντείνονται οι πιέσεις για τον λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους», ενώ το 1976 ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων (Γεώργ. Ράλλης) κατάρτισε σχέδιο για την παραχώρηση στο Κράτος των 3/4 (75%) της περιουσίας και η Εκκλησία να κρατούσε το υπόλοιπο 1/4 (25%). Η προσπάθειά του ναυάγησε. Ο διάδοχός του στον υπουργικό θώκο (Ιωάν. Βαρβιτσιώτης) πρότεινε πιο σκληρό σχέδιο : Το Κράτος να πάρει τα 4/5 (80%) και στην Εκκλησία να μείνει το 1/5 (20%). Κι αυτό δεν υλοποιήθηκε. Το 1985 ο υπουργός Παιδείας (Απ. Κακλαμάνης) κατάρτισε νομοσχέδιο με θέμα «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας» και το επόμενο έτος ο νέος υπουργός (Αντ. Τρίτσης) εμφάνισε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο Κράτος. Ευτυχώς που και το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε, αν ληφθεί υπόψη ο βίος και η πολιτεία του συνόλου σχεδόν των καταχρεωμένων Συνεταιρισμών (εκτός εξαιρέσεων…).

Αλλά ο τότε υπουργός Τρίτσης επέμεινε. Κατάρτισε και έφερε στη Βουλή νομοσχέδιο, που ψηφίστηκε ως Νόμος 1700/1987 και υπήρξε το αποκορύφωμα της κρατικής επιβολής σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε απομείνει. Παρά τις αντιδράσεις, η πλειοψηφία της Βουλής ψήφισε το Νόμο, με τις διατάξεις του οποίου θα άλλαζαν οι κανόνες διοίκησης, διαχείρισης και εκπροσώπησης της μοναστηριακής περιουσίας, το Κράτος θα διόριζε το Διοικ. Συμβούλιο του Ο.Δ.Ε.Π., για να διοικεί την εκκλησιαστική περιουσία, ενώ γινόταν επέμβαση και στον τρόπο διοίκησης και διαχείρισης των ενοριακών ναών κ.λπ. Η τύχη του Νόμου αυτού είναι γνωστή : Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την Πράξη συγκρότησης του Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. (απόφαση 5057/1987), το Κράτος δεν τόλμησε να εφαρμόσει τους Νόμους 1700/1987 και 1811/1988, κάποιες Μονές προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση με τους Νόμους αυτούς άρθρων της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης και του Πρώτου Πρωτοκόλλου της. Και δικαιώθηκαν, διότι το Δικαστήριο με την απόφασή του 10/1993/405/483/484/9.12.1994 : (α) Διαπίστωσε ότι ο Νόμος 1700 παραβίασε θεμελιώδη δικαιώματα των ιερών Μονών για τα περιουσιακά τους δικαιώματα – (β) Ανέτρεψε τη μέχρι τότε υπέρ του Κράτους νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων και επέβαλε σ’ αυτά πλήρη συμμόρφωση προς τη Σύμβαση της Ρώμης – (γ) Διακήρυξε ότι οι Μονές –και άρα η Εκκλησία της Ελλάδος– δεν είναι κρατικοί οργανισμοί, έστω κι αν χαρακτηρίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου – (δ) Διασαφήνισε ότι οι Μονές μπορούν να επικαλούνται κάθε τρόπο κτήσεως της κυριότητας της περιουσίας τους (και με χρησικτησία), αφού «δεν υπάρχει κτηματολόγιο στην Ελλάδα», και διότι ήταν αδύνατη η μεταγραφή τίτλων προ του 1856 και η μεταγραφή κληροδοσιών και κληρονομιών προ του 1846, και (ε) Επέλυσε την αμφισβήτηση, υπέρ των ιερών Μονών, του θέματος των «διακατεχομένων» (κτημάτων χωρίς νόμιμους τίτλους) τα οποία νέμεται η Εκκλησία, με το τεκμήριο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας.

Παρά το «πάγωμα» των δύο αυτών Νόμων (1700 και 1811), το 1998 επιχειρήθηκε από τη Γεν. Γραμματεία Δασών η ενεργοποίηση της Σύμβασης που προέβλεπε ο δεύτερος Νόμος, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αλλά δεν έπαψε η αναμόχλευση του θέματος «εκκλησιαστική περιουσία», όπως συνέβη το έτος 2000, όταν το Πανελλήνιο βρισκόταν σε ανησυχία και αναστάτωση για το ζήτημα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στα νέου τύπου δελτία ταυτότητος, ή μετά το 2009, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, ήρθε στην Ελλάδα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Τρόικα) και υπογράφτηκε το «Μνημόνιο…».

5.- ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο "ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα" (περιοδικό "Εκκλησία" 1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε επίσημως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν.

ΔΗΜΟΣΙΟ 43.598.000 στρέμματα

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ 15.553.200 στρέμματα

ΕΚΚΛΗΣΙΑ 1.282.300 στρέμματα

ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ 1.098.400 στρέμματα

Γιατί άραγε ομιλούμε –και ποια συμφέροντα υπηρετούνται- μόνο για τα ελάχιστα που απέμειναν στην Εκκλησία και δεν ομιλούμε για τα 60.443.500 στρέμματα του Δημοσίου, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Συνεταιρισμών ;

Δεν πρέπει δε να ξεχνάμε ότι η εναπομείνασα περιουσία δεν ανήκει στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα) το καθένα από τα οποία αγωνίζεται -μέσα από τον κυκεώνα των νομικών και διοικητικών δεσμέυσεων - να διαφυλάξει την κυριότητα και να αξιοποιήσει τα όσα του ανήκουν περιουσιακά στοιχεία, για το καλό του πληρώματος και της εκκλησίας. Αξιοσημείωτα είναι τα στοιχεία ΜΟΝΟ για την Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, η οποία έχοντας στην κατοχή της σημαντική περιουσία που την απέκτησε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με αγορές των ηγουμένων της (σώζονται στο αρχείο της τα σχετικά έγγραφα), δώρισε τα ακίνητα επί των οποίων έχουν ανεγερθεί η Ριζάρειος Σχολή, η Ακαδημία Αθνών, το Αιγινήτειο Νοσοκομείο, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το Σκοπευτήριο, το Πτωχοκομείο, η Μαράσλειος Ακαδημία, το Θεραπευτήριο "Ευαγγελισμός", το Αρεταίειο νοσοκομείο, η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων, το Νοσοκομείο Παίδων, το Νοσοκομείο Συγγρού, το Λαικό Νοσοκομείο "Σωτηρία", το Ασκληπείο Βούλας, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, το ΠΙΠΚΑ Βούλας, το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, το Γηροκομείο, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, 142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής και πολλά άλλα. Το δε Δημόσιο έχει γίνει πολλές φορές αποδέκτης εκτάσεων μεγάλης αξίας, τις οποίες παραχώρησε η Εκκλησία προκειμένου να λειτουργήσουν κατασκηνώσεις, να ανεγερθούν σχολεία, ιδρύματα, γυμναστήρια, στρατόπεδα ή να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι για την αναψυχή του λαού.

6.- ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ

Απαλλοτρίωσε το Κράτος επανειλημμένως και μέσα σε δύο σχεδόν αιώνες ολόκληρη σχεδόν την εκκλησιαστική περιουσία, χωρίς να αποζημιώσει την Εκκλησία. Ανέλαβε επανειλημμένως –σε ελάχιστη ανταπόδοση- να αμείβει τους Κληρικούς. Τώρα –αφού πρώτα διαπομπεύει την Εκκλησία και τον Κλήρο, ώστε να καταστούν ευκολότεροι στόχοι- προσπαθεί να αποφύγει αυτό το ελάχιστο αντάλλαγμα.

Μήπως θα πρέπει η Εκκλησία να αρχίσει να σκέπτεται ότι η μη τήρηση των συμφωνηθέντων, κατά νόμον επιφέρει κυρώσεις ; Μήπως, αν επέλθει χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους, τότε το Κράτος είναι υποχρεωμένο να αποδώσει πίσω την δημευθείσα υπ’ αυτού Εκκλησιαστική Περιουσία ; Ίσως βέβαια αυτή να ήταν η λύση για να σωθεί η ελληνική γη από τα νύχια της Τρόικα και των δανειστών, αφού αν εξακολουθήσει να ανήκει στην εξουσία, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα δοθεί ως λάφυρο στους οικονομικούς κατακτηές.
_____________________________________________________________________

Πηγές : Antiairetikos.gr * antibaro.gr * εφημερίδα Εστία της 21/7/2000 * εφημερίδα Ελεύθερη Ώρα της 21/8/2000 * “Εκκλησιαστική περιουσία”, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, “Προς το Λαό” Απρίλιος 1999, τεύχ. 23 * “Εκκλησιαστική περιουσία”, Ευάγγελου Π. Λέκκου, Θεολόγου–Νομικού * “Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία των Κληρικών”, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, εισαγωγική ομιλία την 6 Μαΐου 2006 * “Εκκλησία και Πολιτεία”, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, εισαγωγική ομιλία την 30/9/2008 * “Τι έδωσε η Εκκλησία στο Κράτος σε κτήματα από το 1833 ως το 1951”, Δαμιανού Στρουμπούλη, Εφημ. «Καθημερινή» 12–13 Απριλίου 1987, * “Πόση είναι η περιουσία της Εκκλησίας; Είναι ζάπλουτη ή ρακένδυτη;” Εφημ. “Βήμα” 20/2/2005 * pentapostagma.gr * rwmios.wordpress.com * oodegr.com


ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

Τα είδη του πολέμου των λογισμών.


Περί των ειδών του πολέμου των λογισμών, και ότι πρέπει με πολύ κόπο να αντιστεκόμαστε στα πάθη μας.

Οι Άγιοι Πατέρες είπαν για τον νοητό πόλεμο ότι το πρώτο στάδιο είναι η προσβολή του λογισμού, κατόπιν ο συνδυασμός, μετά η συγκατάθεση, ύστερα η αιχμαλωσία και τέλος το πάθος.

Η προσβολή, έγραψαν οι Πατέρες, Ιωάννης της Κλίμακος, Φιλόθεος Σιναΐτης και πολλοί άλλοι, είναι έ­νας απλός λογισμός η παρουσία στον νου μιας εντυπώσεως, η οποία εισέρχεται στην καρδιά και εκδηλώνεται στον νου. Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει ότι η προσβολή εί­ναι μία ενθύμηση, την οποία κάνει ο εχθρός λέγοντας: «Κάνε αυτό ή εκείνο», όπως ακριβώς εμφανίσθηκε στον Κύριο και τον προέτρεπε: «Ειπέ ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται» (Ματθ. 4, 3), και γενικά οποιαδήποτε σκέψη που γίνεται στον ανθρώπινο νου από τον διάβολο. Γι’ αυ­τό οι Άγιοι Πατέρες λέγουν αυτό το είδος πολέμου δεν συνιστά αμαρτία για τον άνθρωπο, διότι είναι μία νοερά προσβολή του εχθρού της σωτηρίας μας, η οποία, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, δεν προέρχεται από εμάς και συνεπώς δεν μας μεγαλύνει ούτε μας ταλαιπωρεί. Μ’ αυτό τον τρόπο προσέβαλε ο διάβολος τους πρωτοπλάστους και εξεδίωξε εκ του παραδείσου και του Θεού, λόγω της παραβάσεως της εντολής Του, ώστε να μπορεί κατόπιν να προσβάλει κάθε άνθρωπο με τους κα­κούς λογισμούς. Μόνον οι τέλειοι μπορούν να μένουν ακλόνητοι, παρότι και αυτοί μερικές φορές προσβάλλον­ται, όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.
Ο συνδυασμός, λέγουν οι Πατέρες είναι η εμπαθής ή απαθής συνομιλία με τον λογισμό που εμφανίζεται, όπως την δέχεται ο νους από τον νοητό εχθρό, δηλαδή η συζήτηση και εκούσια απασχόληση με αυτόν. Αυτή η εκδήλωση του λογισμού δεν είναι τελείως αναμάρτητος και είναι αξιέπαινος αυτός που θα διορθώσει τον κακό λογι­σμό με την βοήθεια του Θεού. Έτσι λοιπόν, εάν δεν αποκρούσει αμέσως την προσβολή του λογισμού που κάνει ο διάβολος στον άνθρωπο και θελήσει λίγο να ομιλήσει μ’ αυτόν, ο διάβολος αναγκάζει την σκέψη του να προχωρήσει προς την αμαρτία. Πρέπει λοιπόν να αγωνιζόμαστε να επανέλθει ο νους μας προς το καλλίτερο, και πως πρέπει να επιστρέψουμε τον νου μας προς τους καλούς λογι­σμούς, θα το φανερώσουμε παρακάτω με την βοήθεια του Θεού.
Η συγκατάθεση, είπαν οι Πατέρες, είναι η κάμψη της ψυχής, λόγω ηδονής, στον εμφανισθέντα λογισμό ή στην μορφή που σχηματίσθηκε στον νου. Αυτό συμβαίνει εάν δεχθούμε την φαντασία ή την πονηρά ενθύμηση του εχθρού και λίγο-λίγο υποχωρήσουμε στις προτροπές του. Αυτό, είπαν οι Πατέρες, συμβαίνει σ’ αυτούς που δεν ασκούνται στην πνευματική εργασία. Συνεπώς λοιπόν, εάν δεν μάθει κάποιος την άσκηση της εργασίας των αρετών και ενώ έλαβε πλήρως από τον Θεό την βοήθεια για την αποδίωξη των κακών λογισμών, ζει με ακηδία και δεν αγωνίζεται, δεν είναι απαλλαγμένος της αμαρτίας, λόγω της αδιαφορίας του στην απόκρουση των κακών και πονηρών λογισμών. Και εάν θα είναι κάποιος από τους αδόκιμους και αρχαρίους μοναχούς και αδύνατος στην εκδίωξη των λυσσαλέων επιθέσεων του πονηρού, αμέσως να τρέχει κράζοντας προς τον Κύριο, με ταπείνωση και εξουθένωση του εαυτού του, να τον βοηθήσει, όπως είναι γραμμένο: «Εξομολογείσθε τω Κυρίω και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού» (Ψαλμ. 84, 1). Και ο Θεός κατά το μέγα έλεός Του θα τον συγχωρήσει για την αδυναμία του αυτή. Αυ­τά είπαν οι Πατέρες γι’ αυτούς που είναι στον πνευματικό αυτό πόλεμο και νικήθηκαν όχι με την θέλησή τους αλλά λόγω της ισχυρής προσβολής του λογισμού. Όμως ο νους να ανδρειώνεται για να μην κάνει την ανομία με την πράξη, όπως λέγει ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης.
Η αιχμαλωσία είναι η υποχώρηση στο πάθος. Γι’ αυ­τήν είπε ο ανωτέρω άγιος Γρηγόριος: Όποιος δέχεται με την θέλησή του τις πονηρές προτροπές του νοητού εχθρού, συζητά και συγκαταβαίνει σ’ αυτές, νικήθηκε πλέον, δεν αντιδρά στην αμαρτία και επιθυμεί να την πράξει ακόμη και όταν δεν είναι βολικό με το έργο, επειδή ίσως δεν είναι ο κατάλληλος καιρός ή ο τόπος ή εμποδίζει κάποια άλλη δυσκολία. Αυτή η εκούσια προσχώρηση στο κακό είναι πολύ εφάμαρτη και χωρίς αμφιβολία τιμωρείται.
Η υποδούλωση η αναγκαστική και ακούσια της καρδιάς ροπή, καταστρέφει την προσωπική μας φρόνηση και το αυτεξούσιο, επειδή ενώθηκε με αυτήν (καρδιά) ο εμπαθής λογισμός. Έτσι λοιπόν, εάν θα υποδουλωθεί η καρδιά από τον κακό λογισμό και σύρεται με βία χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, θα μπορέσει μόνο με την βοήθεια του Θεού να επιστρέψει στην πρώτη της κατάστασή. Και εάν κυβερνάται σαν από θύελλα και κύματα από τους πονηρούς λογισμούς χάνοντας την ελευθερία της και μην μπορώντας να επανέλθει στην ψυχική της αρμονία και ει­ρήνη, αυτό οφείλεται στην εσωτερική ταραχή που δημιουργείται από την υπερβολική και ακράτητη είσοδο των πονηρών λογισμών. Έτσι επέρχεται μία σύγχυση με­ταξύ των αμαρτωλών σκέψεων και της ψυχικής αρμο­νίας της ψυχής. Η σύγχυση αυτή με άλλο τρόπο κρίνεται, όταν συμβαίνει στον καιρό της προσευχής, και με άλ­λο τρόπο όταν γίνεται σε άλλη στιγμή. Άλλο το είδος των λογισμών όταν είναι συνηθισμένο και άλλο όταν έρ­χεται έξωθεν από τους κακούς λογισμούς. Έτσι λοιπόν, είναι πιο εφάμαρτο εάν αιχμαλωτισθεί ο νους από τους κακούς λογισμούς στην ώρα της προσευχής διότι εκείνη την στιγμή ο νους πρέπει να κατευθύνεται προς τον Θεό και να προσέχει στην προσευχή, προφυλασσόμενος από οποιαδήποτε ξένη σκέψη. Εάν δεν γίνεται στην ώρα της προσευχής και οι λογισμοί εισέλθουν, λόγω διαφόρων πειρασμών της ζωής, αυτό δεν είναι αμαρτία, διότι και οι άγιοι ασχολούντο με συστηματικό πρόγραμμα με τα χρει­ώδη της ζωής. Πάντως πρέπει πάντοτε να προφυλαγόμαστε  από τους κακούς λογισμούς.
Ενώ το πάθος, λέγουν οι Πατέρες είναι αυτό το οποίο για πολύ χρόνο φωλιάζει στην ψυχή και την ταράζει πάντοτε με τους εμπαθείς λογισμούς που σπείρει ο νοη­τός εχθρός μας. Και από την συχνή και αλλεπάλληλη υποχώρηση στο κακό, γιγαντώνεται και γίνεται συνήθεια η αμαρτία, που ενισχύεται ακόμη από την φαντασία και επανάληψη του κακού. Αυτό συμβαίνει, διότι ο διάβολος παρουσιάζει ενώπιον του ανθρώπου κάθε είδους εμπαθή έργα και του ανάβει την φλόγα για ν’ απολαύσει αυτά. Περισσότερο όμως οφείλεται αυτό, όταν ο ίδιος ο άνθρωπος συνομιλεί με τον λογισμό του και από απροσεξία συγκατατίθεται σ’ αυτόν ή με τη θέλησή του σκέπτεται το πα­ράνομο έργο, αφού πλέον δεν έχει τον φόβο των αιωνίων βασάνων και αδιαφορεί για την μετάνοια· δηλαδή δεν του φαίνεται κακό και δεν προσεύχεται για να λυτρωθεί από το πάθος. Όταν ένας κολάζεται στα αιώνια βάσανα του άδου δεν σημαίνει ότι κολάσθηκε επειδή πολεμήθηκε από κάποιο πάθος αλλά από αμετανοησία, διότι εάν συνέβαινε αυτό δεν θα υπήρχε για κανέναν συγχώρηση, έως ότου φθάσουν στην τελεία απάθεια, όπως λέγει ο Πέτρος ο Δα­μασκηνός. Διότι είπαν οι Πατέρες ότι, αυτοί που κυριεύθηκαν από πάθη, πρέπει να τα καταπολεμήσουν κατόπιν με πολλή άσκηση. Επί παραδείγματι, εάν κάποιος υπετάγη στο πάθος της πορνείας πρέπει να απομακρυνθεί ολοκληρωτικά με εκείνο το πρόσωπο που αμάρτησε και από κάθε σχέση και συνομιλία μαζί του, από την ψαύση ενδυμάτων του και από τα διεγερτικά μυρωδικά του. Διότι εάν δεν φυλάξει εκείνος τον εαυτό του από όλα αυτά, επαναλαμβάνει το πάθος και πορνεύει με τον λογισμό στην καρδιά του, ανάβοντας μόνος του την κάμινο των παθών του και επιτρέποντας να μπαίνουν μέσα του, σαν ένα θηρίο, όλοι οι κακοί λογισμοί.

Οσίου Νείλου Σόρσκυ, 
Περί νοεράς εργασίας, 
εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», σ. 29-33

Οι δοκιμασίες βοηθούν να συνέλθουν οι άνθρωποι - π. Παϊσιος


- Γέροντα, μαθαίνω για την ταλαιπωρία των δικών μου. Θα τελειώσουν ποτέ τα βάσανά τους;
- Κάνε υπομονή, αδελφή μου, και μη χάνεις την ελπίδα σου στον Θεό. Όπως κατάλαβα από όλες τις δοκιμασίες που περνούν οι δικοί σου, ο Θεός σας αγαπάει και επιτρέπει όλες αυτές τις δοκιμασίες για ένα λαμπικάρισμα πνευματικό ολόκληρης της οικογένειας.
Εάν εξετάσουμε κοσμικά τις δοκιμασίες της οικογένειάς σου, φαίνεστε δυστυχισμένοι. Εάν όμως τις εξετάσουμε πνευματικά, είστε ευτυχισμένοι, και στην άλλη ζωή θα σας ζηλεύουν όσοι θεωρούνται σε τούτη την ζωή ευτυχισμένοι.
Με αυτόν τον τρόπο ασκούνται και οι γονείς σου, μια που τον αρχοντικό τρόπο, τον πνευματικό, δεν τον γνωρίζουν ή δεν τον καταλαβαίνουν. Πάντως, κρύβεται ένα μυστήριο στις δοκιμασίες του σπιτιού σου, αλλά και σε ωρισμένα άλλα σπίτια, ενώ γίνεται τόση προσευχή! «Τις οίδε τα κρίματα του Θεού;». Ο Θεός να βάλη το χέρι Του και να δώση τέρμα στις δοκιμασίες.
- Γέροντα, δεν γίνεται οι άνθρωποι να συνέλθουν με άλλον τρόπο και όχι με κάποια δοκιμασία;
- Πριν επιτρέψη ο Θεός να έρθη μια δοκιμασία, εργάστηκε με καλό τρόπο, αλλά δεν τον καταλάβαιναν, γι' αυτό μετά επέτρεψε την δοκιμασία. Βλέπετε, και όταν ένα παιδί είναι ανάποδο, στην αρχή ο πατέρας του το παίρνει με το καλό, του κάνει τα χατίρια, αλλά, όταν εκείνο δεν αλλάζη, τότε του φέρεται αυστηρά, για να διορθωθή. Έτσι και ο Θεός μερικές φορές, όταν κάποιος δεν καταλαβαίνη με το καλό, του δίνει μια δοκιμασία, για να συνέλθη. Αν δεν υπήρχε λίγος πόνος, αρρώστιες κ.λπ., θα γίνονταν θηρία οι άνθρωποι· δεν θα πλησίαζαν καθόλου στον Θεό.
Η ζωή αυτή είναι ψεύτικη και σύντομη· λίγα είναι τα χρόνια της. Και ευτυχώς που είναι λίγα, γιατί γρήγορα θα περάσουν οι πίκρες, οι οποίες θα θεραπεύσουν τις ψυχές μας σαν τα πικροφάρμακα.
Βλέπεις, οι γιατροί, ενώ οι καημένοι οι άρρωστοι πονούν, τους δίνουν πικρό φάρμακο, γιατί με το πικρό θα γίνουν καλά, όχι με το γλυκό. Θέλω να πω ότι και η υγεία από το πικρό βγαίνει, και η σωτηρία της ψυχής από το πικρό βγαίνει.

ΙΕΡΟ ΜΕΤΟΧΙΟ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΞΗΡΩΝ ΞΥΛΩΝ - Μάιος 2006 (Φώτο)

        Φωτογραφίες από το Μετόχιο του Αγίου Γεωργίου Ξηρών Ξύλων Μεραμβέλλου από την επίσκεψη του Ηγουμένου και των Πατέρων τον Μάιο του 2006.














Τρία χρόνια άρρωστος ή τρεις μέρες στην κόλαση (Γεροντικό)


Ο συνασκητής του Γέροντος Δαμάσκηνου στον Αγιοβασίλη πάτερ Ιωάννης, υποτακτικός του Γέροντος Ιωσήφ, διηγήθηκε το ακόλουθο γεγονός, που έλαβε χώρα πριν από 70 χρόνια στην Ρωσική Σκήτη του Αγίου Ανδρέου στο λεγόμενο «Σεράγιον» ως εξής:

Ένας αδελφός της Σκήτης αυτής Ρώσος Μοναχός, αρρώστησε βαριά και τον θέριζαν δριμύτατοι πόνοι και παρακαλούσε το θεό να τον θεραπεύσει, οπόταν βλέπει επάνω από το κρεβάτι του έναν Άγγελο, ο οποίος του είπε: «Πάτερ, τι προτιμάς; Θέλεις να μείνεις στο κρεβάτι που είσαι με τους πόνους αυτούς άρρωστος τρία χρόνια; Ή προτιμάς να μείνεις στην Κόλαση τρεις μέρες και να γίνεις καλά;

Ο άρρωστος του είπε: «Αφού είναι για τρεις μέρες μόνο, καλύτερα προτιμώ την Κόλαση».

Αμέσως βρέθηκε σε τόπο «αφάτου οδύνης και ανυπόφορων βασάνων», εκεί ήταν τρομερά τα κολαστήρια, διότι μετά από λίγη ώρα βλέπει πάλι τον Άγγελο, ο οποίος τον ρώτησε: «Πώς είσαι Γέροντα; είναι καλά εδώ;» Κι ο Μοναχός απεκρίθη: «Με ρωτάς πώς περνώ που αντί τρεις ημέρες πού μου είπες ότι θα μείνω στην Κόλαση και τώρα έχω τριακόσια ολόκληρα χρόνια με φριχτά και ανυπόφορα βάσανα;» Και τότε ο Άγγελος του είπε: «Αδελφέ ακόμη δεν πέρασε μισή ώρα και λες πώς έχεις τριακόσια χρόνια;»

Φανταστείτε τριακόσια χρόνια, ούτε για μισή ώρα δεν λογαριάστηκαν, οι τρεις ημέρες πόσοι αιώνες θα ήταν;

Και ο Μοναχός είπε στον Άγγελο, «γρήγορα σε παρακαλώ να με πάς στο κρεβάτι του πόνου καλύτερα εκεί να βασανίζομαι τρία χρόνια παρά εδώ στην φοβερή αυτή Κόλαση τρεις μέρες».

Τότε ο Άγγελος έκανε την επιθυμία του Μονάχου και τον επανέφερε στο κρεβάτι του, όπου έμεινε επί τρία χρόνια άρρωστος.

ΜΕΤΑΝΟΙΑ (π. Γαβριήλ)


Υπό του Αρχιμανδρίτου π. Γαβριήλ Διονυσιάτου

Μετάνοια, λέξης σύνθετος, δηλούσα γραμματικός αλλαγή γνώμης και διαθέσεως, θρησκευτικώς δε απόφασιν του ανθρώπου όπως απαρνηθεί τα σφάλματα του προτέρου βίου του και διορθωθεί πνευματικός, ως εμπρέπει εις χριστιανό ποθούντα την ψυχική του σωτηρίαν. 
Ή μετάνοια είναι θεοφιλής σκέψις, είναι νεύσις Θεού, είναι υπόδειξης της θείας ευσπλαχνίας προς τον πταίσαντα ανθρωπον, είναι απαραίτητος εις πάντας ανεξαιρέτως, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, καθότι πάντες είμεθα αμαρτωλοί κατά την Αγίαν Γραφή την λέγουσα, «τις εστίν 'Ανθρωπος ος ζήσετε και ουχ αμαρτήσει, καν μία ήμερα η ή ζωή αυτού;».

Είναι δε και μεγάλη ευεργεσία και δωρεά προς τον αμαρτωλό ανθρωπον, χαρίζουσα αύτω το δυσβάστακτο χρέος, την βαρύτατη οφειλή προς τον ευεργέτη πολυεύσπλαγχνον Θεόν. Καρπός της θεοφιλούς μετανοίας, είναι ή Ιερά Εξομολόγησης, το μέγα μυστήριον της αγάπης του Δημιουργού Θεού, προς το ασθενές πλάσμα του. Για αυτής εξιλεούμεθα προς τον ευεργέτη Θεόν, λαμβάνομε την αφεσιν των αμαρτιών μας και χάριτι Θεία απεκδυόμεθα τον παλαιόν ανθρωπον, ανακτώμεν την προτέρα πνευματικήν κατάστασιν και εισερχόμεθα εις την κατά Χριστόν «νέαν και καινήν Πολιτείαν». Το μυστήριον τούτο, είναι το τελευταίον των τεσσάρων μεγάλων μυστηρίων της Εκκλησίας, άνευ των οποίων δεν λογίζεται πνευματικός τέλειος, ό ορθόδοξος χριστιανός.

Τα τέσσερα ταύτα και απαραίτητα μυστήρια είναι, πρώτον το Βάπτισμα, το οποίο μας δίδει την ιδιότητα του Χριστιανού, δεύτερον το Χρίσμα η Αγιον Μύρον , το οποίον μας δίδει την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, σφράγιζαν συνάμα την ταυτότητα μας ως χριστιανών, εξ ου και ό επιχρίων ιερεύς λέγει, «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου - Αμήν». Τρίτον είναι ή Αγία Κοινωνία, ήτοι ή μετάληψις του Σώματος και Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήτις λέγεται και «άρτος της ζωής» καθότι δια αυτού διατηρείται εις την πνευματικήν ζωήν ή ψυχή μας. Και τέταρτον μυστήριον είναι ή Ιερά Εξομολόγησης, ή οποία μας καθαρίζει παντός ρύπου και μολύνσεως ψυχικής και μας καθιστά άξιους της μεταλήψεως των αχράντων μυστηρίων και της πνευματικής ενώσεως με τον Πλάστη μας Θεόν.

Το τελευταίον τούτο μυστήριον έχει παρά Θεού ακαταμάχητο καθαρτική δύναμιν, λαμπρύνει την ψυχήν μας, μας καθιστά γρήγορους προς απάντησιν του νυμφίου Χριστού, μας χαρίζει το ειδικό ένδυμα, Ίνα εισέλθωμεν εις τον γάμο του Αρνιού, ήτοι εις την Θείαν Κοινωνίαν, το δε κυριότερο πάντων, συγχωρούνται δια αυτού και εξαλείφονται όλαι αί αμαρτίαι μας. Προς πίστωσιν του τελευταίου τούτου Θείου ευεργετήματος προς τον ταλαίπωρο ανθρωπον και χάριν των απλούστερων αδελφών θα παραθέσω ώδε δύο γεγονότα, 'ατινα οί οφθαλμοί μου ειδον και αί χείρες μου ψηλάφισαν, ως λέγει το ιερόν Εύαγγέλιον.

Κατ' Οκτώβριο του 1913, ό τότε επιτελάρχης του στρατού μας, στρατηγός Βίκτωρ Δουσμάνης, μας έστειλε συνοδεία δύο στρατιωτών ένα ανεψιό του ψυχοπαθή, Ιωάννη, ονόματι και επιστολή εν η ανέφερε «ότι ό εν λόγω εισαχθείς και παραμείνας επί έτος εϊς το ψυχιατρείων της ιδιαιτέρας πατρίδος του Κερκύρας, ουδεμία βελτίωση ή θεραπεία είδε, έφ' ω συστήσει και των ιατρών τον στέλλομε εις τα αγία μέρη σας ίνα τον λυπηθεί ό Πανάγαθος Θεός και τον απαλλάξει της επήρειας του Σατανά, καθότι επείσθημεν όλοι ότι μόνο ή Χάρις του Θεού δύναται να τον θεραπεύσει».

Ήμουν τότε, ως νεόκουρος μοναχός, εις την υπηρεσία του γέροντος και απλοϊκού Ηγουμένου, όστις καίτοι νέον την ηλικία με εσυμβουλεύετο εϊς τα διοικητικά του καθήκοντα και με ρώτησε αν πρέπει να βαστήξωμεν τον ψυχοπαθή αυτόν νέον. Απαραιτήτως του είπον και ανενδοίαστος πρέπει να τον βαστήξομε και να κάμνωμεν ότι πνευματικός επιβάλλει ή χριστιανική αγάπη, αλλά και διότι ό στρατηγός θείος του είναι ό δεύτερος συντελεστής της απελευθερώσεως μας εκ του Τούρκικου ζυγού μετά τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Τον κρατήσαμε, εγκλείσαντες αυτόν σε ασφαλές δωμάτιο εις τον ξενώνα της Μονής, διότι είχε τάσι αυτοκτονίας, ως μας ειπον οι συνοδοί του στρατιώτες αλλ' είχε και το καλόν να μη επιτίθεται εις τους ανθρώπους, ιδία δε προς τους Ιερείς, πού τον διάβαζαν ήτο ήρεμος και ευπειθής.

Σε ερώτηση μου δε, γιατί τόσον τους σέβεται, μου απήντησε διότι φορούν την ποδιά αύτη με τις φούντες, εννόων το Ιερόν Επιτραχήλιο. Το μόνο ενοχλητικό του ελάττωμα ητο να λέγει προς ενίους αδελφούς καταλεπτώς με δαιμονική ενέργεια τα αμαρτήματα των, προδήλως τα ανεξομολόγητα

Βοηθός εις τον ξενώνα, ήτοι παραρχοντάρης, ως ονομάζεται εις το Αγιον Όρος, ήτο νέος μοναχός συνομήλιξ μου, Ηπειρώτης την καταγωγή , αλλ' επί έτη υπάλληλος εις ξενοδοχείο των Αθηνών, τεταγμένος προς τοις 'αλλοις να υπηρέτη και τον εν λόγω ψυχοπαθή.

Οσάκις, όμως. μετέβαινε παρ' αύτω, του ανέφερε συνεργία του εν αύτω δαιμονίου, όλα του τα ηθικά παραπτώματα καταλεπτώς, έφ' ω και μίαν πρωίαν ελθών εις το Ηγουμενείων με παρακαλεί, να ειπώ του Γέροντος να τον απαλλάξει της τοιαύτης υπηρεσίας προς τον ασθενή, διότι τον ρεζίλευε, ως μας είπεν, με τάς αποκάλυψες του. Θεία νεύσει τον ρώτησα τότε, «μήπως δεν εξομολογηθείς πάτερ» και εις απάντησιν του ότι ντρέπεται να ειπεί, τον προέτρεψα αδελφικός και επιμόνως να υπάγει εις τον πνευματικόν παπά Νεόφυτο, εις την Νέαν Σκήτη και του εξομολογηθεί ειλικρινώς.

 Με ήκουσε ευτυχώς και προς το εσπέρας έπιστρέψας μοί ανήγγειλε περιχαρής, ότι εξομολογηθεί και ξαλάφρωσε, ομού δε ανήλθομεν εις τον ξενώνα και μετέβημεν εις τον ασθενή. Μόλις μας είδεν ούτος από το παράθυρο του δωματίου του ήρχισε να απειλή τον αδελφόν, ότι θα του τα ψάλει πάλιν και να αρχίσει από το εξώφυλλο ως έλεγε, αλλ' αμέσως εξηγριώθη και εμβλέψας προς τάς ανοικτάς παλάμες του ήρχισε να φωνάζει και να υβρίζει" «ποιος τα έσβησε, ποιος 'ατιμος τα απάλειψε και δεν βλέπω τίποτε, τι κακό που μ' έκανε;» και αλλά πολλά.

Ημείς κατ' αρχήν μείναμε 'αναυδοι, οτε δε συνήλθομεν εκ ταύτης, κατάπληκτοι δια την δύναμιν της Ιεράς Εξομολογήσεως, μετά δακρύων σταυροκοπούμενοι δοξάζαμε τον Πανάγαθο Θεόν τον δίδοντα τοιαύτην σωστική χαράν τοις δούλοις Του.

Το γεγονός τούτο μας ενεθύμισεν, όσα γράφει ό 'Αγιος Ιωάννης εις το βιβλίον του «Κλίμαξ» περί του ληστού, του εξομολογηθέντος εν μέσω της Εκκλησίας εις επήκοον πάντων κατ' έπιταγην του Ηγουμένου και έβλεπε κατ' αυτό, εις εκ των ενάρετων αδελφών ότι παρά τω εξομολογούμενο ληστή ύστατο 'αγγελος Κυρίου με ανοικτή βίβλο εις τάς χείρας και μόλις ό ληστής εξεφώνει την αμαρτίαν ό 'αγγελος την έσβηνε από το βιβλίον. Αυτό είναι ή πρώτη απόδειξης εκ της δαιμονοκρατίας του εν λόγω ψυχοπαθούς νέου.

Ή δευτέρα είναι ή εξής: Την παραμονή της εορτής των Αγίων Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, καλέσας με ό αείμνηστος γέρων Ηγούμενος, μου είπε να προσλάβω και έτερον αδελφόν και να κατεβάσω τον ασθενή εις την εκκλησίαν κατά την αγρυπνία. Τον φέραμε τοποθετήσαντες αυτόν εϊς αρχαρικά στασίδια, εν μέσω ημών. Καθ' όλη την αγρυπνία ψιθύριζε ασυνάρτητα και ενίοτε μούγκριζε, αλλά τον καθησυχάζαμε. Κατά την ψαλμωδία του δοξαστικού «Όπου επισκίαση ή χάρις σου Αρχάγγελε εκείθεν του διαβόλου διώκεται ή δύναμις», τότε αστραπιαίος διέφυγε εκ μέσου ημών και δια της μικράς πύλης της Λιτής, από την οποίαν ουδέποτε διήλθε, διηυθύνθη προς την ύπερθεν της θαλάσσης πτέρυγα της Μονής.

Τούτο αναστάτωσε όλον το Εκκλησίασμα, διεκόπη ή ψαλμωδία και όλοι τρέξαμε κοντά του, ίνα προλάβωμεν το αποφευκτέον, αλλ' ω των θαυμάσιων σας 'Αγιοι Αρχάγγελοι, εκεί εις την μικράν στοά «καμάρα», την προς τον εν λόγω εξώστη άγουσα, οπού ένθεν και ένθεν είναι ιστορημένοι εις ολόσωμο τοιχογραφία οί Αγιοι Αρχάγγελοι, ύστατο καθηλωμένος όρθιος ο εν λόγω και εις την αγωνιώδη ερώτηση μας, «τι έπαθες Γιάννη», «δεν έπαθα τίποτα», απήντησε, «οί Αγιοι Αρχάγγελοι με έκαμαν καλά, ξαλάφρωσα, δεν έχω τίποτε, πάμε στην Εκκλησίαν». Επανήλθαμε στον ναό, παρέμεινε ήσυχος έως τέλους του Όρθρου και εις την Λειτουργία ομοίως και μεθ' ημέρας, δια του πλοίου της γραμμής επέστρεψε καλώς έχων εϊς Αθήνας, οπόθεν ελάβομεν ευχαριστήριο επιστολή του επιτελάρχου στρατηγού.

Ταύτα νομίζω ότι αρκούν να πείσουν και τον πλέον δύσπιστο περί της δυνάμεως τής Ιεράς Εξομολογήσεως.

Επανερχόμενος εϊς το θέμα τής Μετανοίας λέγω και αύθις ότι είναι κλίσης Θεού προς τον ανθρωπον. Ό ουράνιος Πατήρ, εν τη απείρω αγάπη Του αναζητεί τον καθένα μας, ως ποτέ τον Πρωτόπλαστων εν τω Παραδείσω, «Αδάμ που ει», Ανθρωπε μου πιστέ που είσαι, που ευρίσκεσαι πνευματικός;

Και ημείς εν τη απονιά μας, αντί να προστρέξωμεν εις την σωτήριον κλήσιν, των εντολών Του, εις την φωνή τής Εκκλησίας μας, εις τάς νύξεις τής συνειδήσεως μας, καταφεύγομε εις σοφιστείας, εις προφάσεις και ενώ δια το θνητό σώμα μας καταβάλλομε προσπάθεια εξικνουμένην μέχρις ανεπίτρεπτου φιλαυτίας και καταξοδευόμεθα εις ιατρούς, λουτρά, εγχειρήσεις κ.λπ. δια την Αθάνατον ψυχήν μας ης ουκ εστίν αντάξιος ό κόσμος ως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, ολιγωρούμε και δεν προστρέχομε εις το σωτήριον λουτρό τής Μετανοίας, ίνα λάβωμεν εντελώς δωρεάν την ψυχική υγεία.

Κατά την Μεγάλην Τεσσαρακοστή Ακούομεν εν τη Εκκλησία ψαλλόμενη την αυτοκριτική του μετανοούντος ανθρώπου:

«Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείστε, ανάνηψαν ουν, ινα φείσηταί σου Χριστός ό θεός ό πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».

Αυτή την ανάνηψιν εύχομαι από ψυχής εις πάντας τους αγαπητούς εν Χριστώ αδελφούς, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, ίνα δια τής μετανοίας εξιλεώσωμεν την δικαιοσύνην Του και επιτύχωμεν το έλεός Του, όπερ κατανικάτε κρίσεως κατά τον προφήτη και Ίνα συναισθανόμενοι την αμαρτωλότητά μας, είπωμεν μετ' αυτού και ημείς:

«Εάν ανομίας παρατήρησης, Κύριε, Κύριε, τις υποστήσεται; Αφες ημίν Κύριε, σώσον ημάς δωρεάν ότι παρά Σοι ό ιλασμός εστίν. Αμήν».

Λόγοι για την Αγάπη - Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού


Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δεν φωτίζει την ψυχή με τη γνώση του Θεού.

Αγάπη είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, που κάνει τον άνθρωπο να μην προτιμάει τίποτ' άλλο περισσότερο από το να γνωρίσει το Θεό. Είναι αδύνατον όμως ν' αποκτήσει σταθερά μέσα του αυτή την αγάπη, όποιος έχει εμπαθή προσκόλληση σε κάτι από τα γήινα.

Εκείνος που φοβάται το Θεό, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη. Και η ταπεινοφροσύνη τον οδηγεί στην αγάπη και την ευχαριστία του Θεού. Σκέφτεται δηλαδή την προηγούμενη ζωή του, τα διάφορα αμαρτήματα και τους πειρασμούς τους, και πως απ' όλα αυτά τον γλύτωσε ο Κύριος και τον μετέφερε από τη ζωή των παθών στον κατά Θεόν βίο. Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν αποκτάει και την αγάπη προς το Θεό, τον ευεργέτη και κυβερνήτη της ζωής του, τον οποίο αδιάλειπτα ευχαριστεί με πολλή ταπεινοφροσύνη.

Εκείνος που αγαπάει το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη. Νηστεύει και αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε το καλό.

Η ανέκφραστη ειρήνη, που έχουν οι άγιοι άγγελοι, οφείλεται σ' αυτά τα δύο: στην αγάπη προς το Θεό και στην αγάπη αναμεταξύ τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους όλων των αιώνων. Πολύ καλά λοιπόν έχει λεχθεί από το Σωτήρα μας, ότι σ' αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών. (Ματθ. 22, 40).

Όποιος αγαπάει το Θεό, δεν είναι δυνατό να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του. Και όσους ακόμα είναι υπόδουλοι στα πάθη τους, κι αυτούς τους αγαπάει σαν τον εαυτό του, και χαίρεται με αμέτρητη και ανείπωτη χαρά, όταν τους βλέπει να διορθώνονται.

«Όποιος με αγαπάει», λέει ο Κύριος, «θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14, 23). «Και η δική μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλο» (Ιω. 15,12). Εκείνος λοιπόν που δεν αγαπάει τον πλησίον του, αθετεί την εντολή του Κυρίου. Και όποιος αθετεί την εντολή του Κυρίου, ούτε τον Κύριο είναι δυνατό ν' αγαπήσει.

Σε όλες μας τις πράξεις ο Θεός εξετάζει το σκοπό για τον οποίο τις εκτελούμε, αν δηλαδή τις κάνουμε γι' Αυτόν ή για κάτι άλλο. Όταν λοιπόν θέλουμε να κάνουμε ένα καλό, ας μην έχουμε σκοπό ν' αρέσουμε στους ανθρώπους, αλλά μόνο στο Θεό. Σ' Αυτόν ν' αποβλέπουμε και όλα να τα κάνουμε για τη δική του δόξα. Διαφορετικά, θα κουραζόμαστε χωρίς να κερδίζουμε τίποτα.

Έργο αγάπης είναι η ολόψυχη ευεργεσία προς τον πλησίον μας, η μακροθυμία και η υπομονή που δείχνουμε απέναντί του, καθώς επίσης και η φρόνιμη και συνετή χρησιμοποίηση των πραγμάτων.

Η διάθεση της αγάπης δεν φανερώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση πνευματικού λόγου και με τη σωματική διακονία.

Εκείνος που αγαπάει το Χριστό, Τον μιμείται όσο μπορεί. Ο Χριστός, για παράδειγμα, 
-δεν έπαψε να ευεργετεί τους ανθρώπους 
-έδειχνε μακροθυμία, όταν του συμπεριφέρονταν με αχαριστία και Τον βλαστημούσαν 
-υπέμεινε, όταν Τον χτυπούσαν και Τον θανάτωναν, χωρίς καθόλου να σκέφτεται για κανέναν το κακό που Του έκανε. 
Αυτά τα τρία έργα είναι εκφραστικά της αγάπης προς τον πλησίον. Χωρίς αυτά, απατάται εκείνος που λέει ότι αγαπάει το Χριστό ή ότι θα κερδίσει τη βασιλεία Του. Γιατί ο Κύριος μάς βεβαιώνει: «Δεν θα μπει στη βασιλεία των ουρανών εκείνος που μου λέει «Κύριε, Κύριε», αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα του Πατέρα μου» (Ματθ. 7,21). Και πάλι: «Όποιος με αγαπάει, θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14,15).

«Εγώ σάς λέω», είπε ο Κύριος, «αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σάς μισούν, προσεύχεστε για όσους σάς βλάπτουν» (Ματθ. 5,44). Γιατί έδωσε αυτές τις εντολές; Για να ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και τη μνησικακία και να σε αξιώσει ν' αποκτήσεις την τέλεια αγάπη. Αυτή είναι αδύνατο να την έχει όποιος δεν αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους, όπως και ο Θεός τους αγαπάει όλους εξίσου.

Όποιος έχει την τέλεια αγάπη, δεν κάνει διακρίσεις στους ανθρώπους. Ξέρει πως όλοι μας έχουμε την ίδια ανθρώπινη φύση, και γι' αυτό ανεξαίρετα τους αγαπάει όλους το ίδιο. Τους εναρέτους τους αγαπάει ως φίλους, ενώ τους κακούς τους αγαπάει ως εχθρούς και τους ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει, αν τον βλάψουν, χωρίς να υπολογίζει καθόλου το κακό που του γίνεται. Αντίθετα, αν το καλέσει η περίσταση, πάσχει για χάρη τους, για νά τους κάνει κι αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν. Κι αν αυτό δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει τη διάθεσή του, αλλά συνεχίζει να τους αγαπάει όλους εξίσου.

Αγωνίσου, όσο μπορείς, ν' αγαπήσεις κάθε άνθρωπο. Αν αυτό δεν μπορείς να το κάνεις ακόμα, τουλάχιστον μη μισήσεις κανέναν. Αλλά ούτε αυτό θα μπορέσεις να το πετύχεις, αν δεν καταφρονήσεις τα πράγματα του κόσμου.

Αν «η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον» (Ρωμ. 13,10), εκείνος που φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του ή τον επιβουλεύεται με κάποια κακοήθεια, αυτός ο άνθρωπος δεν αποξενώνει άραγε τον εαυτό του από την αγάπη και δεν τον κάνει ένοχο για την αιώνια καταδίκη;

Ο Χριστός δεν θέλει να έχεις εναντίον κανενός ανθρώπου μίσος ή λύπη ή οργή ή μνησικακία οποιασδήποτε μορφής και για οποιοδήποτε πρόσκαιρο πράγμα. Κι αυτό το διακηρύσσουν παντού τα τέσσερα Ευαγγέλια.

Η λύπη είναι στενά συνδεδεμένη με τη μνησικακία. Όταν λοιπόν ο νους σκέφτεται το πρόσωπο του αδελφού και αισθάνεται λύπη, είναι φανερό ότι του κρατάει κακία. «Οι δρόμοι όμως των μνησικάκων οδηγούν στον πνευματικό θάνατο» (Παρ. 12,28), γιατί «ο κάθε μνησίκακος είναι παραβάτης του νόμου» (Παρ. 21,24).

Την ώρα της ειρήνης σου, μη θυμάσαι εκείνα που σου είπε ο αδελφός όταν σε στενοχώρησε -είτε σ' εσένα κατά πρόσωπο τα είπε, είτε σε άλλον και μετά τα άκουσες-, για να μην πέσεις στο πάθος της μνησικακίας.

Όταν συνομιλείς με άλλους, πρόσεχε μήπως εξαιτίας της λύπης, που διατηρείς ακόμα κρυμμένη μέσα σου, νοθεύσεις τους επαίνους σου για τον αδελφό, αναμειγνύοντας ασυναίσθητα στα λόγια σου την κατηγορία. Να χρησιμοποιείς στις συνομιλίες σου αγνό έπαινο για τον αδελφό και να προσεύχεσαι γι' αυτόν ειλικρινά, σαν να προσεύχεσαι για τον εαυτό σου. Έτσι, πολύ σύντομα θα ελευθερωθείς από το ολέθριο μίσος.

Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, μην αφήσεις τον αδελφό σου να κοιμηθεί λυπημένος μαζί σου ούτε κι εσύ να κοιμηθείς λυπημένος μαζί του. Πήγαινε, συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε πρόσφερε στο Χριστό το δώρο της αγάπης σου με καθαρή συνείδηση και θερμή προσευχή.

Μην αφήσεις τ' αυτιά σου ν' ακούνε τα λόγια όποιου καταλαλεί, ούτε και τα δικά σου λόγια να φτάνουν στ' αυτιά του φιλοκατήγορου, μιλώντας ή ακούγοντας με ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις τη θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος της αιώνιας ζωής.

Δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος της ψυχής από τη συκοφαντία, είτε στην πίστη συκοφαντείται κάποιος είτε στη διαγωγή. Και κανείς δεν μπορεί να μένει αδιάφορος όταν συκοφαντείται, παρά μόνο εκείνος που στρέφει τα μάτια του στο Θεό, τον μόνο που μπορεί να μάς λυτρώσει από τον κίνδυνο, να φανερώσει στους ανθρώπους την αλήθεια και να παρηγορήσει την ψυχή με την ελπίδα.

Όσο εσύ προσεύχεσαι μ' όλη σου την ψυχή για εκείνον που σε συκοφάντησε, τόσο και ο Θεός πληροφορεί για την αθωότητά σου όσους σκανδαλίστηκαν εξαιτίας της συκοφαντίας.

Γνήσιος φίλος είναι εκείνος που, στον καιρό του πειρασμού, συμμερίζεσαι αθόρυβα και ατάραχα τις θλίψεις, τις ανάγκες και τις συμφορές του πλησίον, σαν να είναι δικές του.

Δεν έχει ακόμα τέλεια αγάπη ούτε βαθειά γνώση της θείας πρόνοιας εκείνος που σε καιρό πειρασμού δεν κάνει υπομονή για όσα λυπηρά του συμβαίνουν, αλλ' αποκόπτεται από την αγάπη των πνευματικών αδελφών.

Αν εκείνος που έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, δεν έχει όμως αγάπη, τίποτα δεν ωφελείται, όπως λέει ο θείος Απόστολος (α' Κορ. 13,2), άραγε πόση προθυμία και ζήλο οφείλουμε να δείξουμε για να την αποκτήσουμε;

Πολλοί βέβαια έχουν πει πολλά για την αγάπη. Αν όμως την αναζητήσεις, θα τη βρεις μόνο στους μαθητές του Χριστού, γιατί μόνο αυτοί είχαν για δάσκαλό τους στην αγάπη την αληθινή Αγάπη, το Χριστό, και έλεγαν: «Αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και να γνωρίζω όλα τα μυστήρια, κι αν έχω όλη τη γνώση, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν ωφελούμαι» (α' Κορ. 13,2). 
Εκείνος λοιπόν που απέκτησε την αγάπη, απέκτησε τον ίδιο το Θεό, γιατί «ο Θεός είναι αγάπη» (α' Ιω. 4,16). Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. Αμήν.

Όσιος Μάξιμος Ομολογητής 

Μπροστά στον θάνατο (Αγίου Κυπριανού Καρθαγένης)


  Δεν πρέπει να θλιβώμεθα, αγαπητοί χριστιανοί από την εκδημία των αδελφών μας προς τον Θεό, αφού γνωρίζομε καλά ότι δεν έχουν χαθή, αλλ' ότι απλώς προηγούνται από εμάς. Ξέρομε πράγματι ότι δεν μας εγκαταλείπουν παρά για να προπορευθούν, όπως κάνουν συχνά οι ταξιδιώτες και οι ναυτικοί. Μπορούμε να λυπούμεθα, χωρίς όμως να θρηνούμε την απώλειά τους.

            Ο απόστολος Παύλος, μέμφεται κάθε άνθρωπο που δοκιμάζει θλίψι με τον θάνατο των δικών του, τον επιπλήττει και μάλιστα τονκατηγορεί: «Ου θέλομεν δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί τωνκεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα.ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει (θα φέρη) συν αυτώ» (Α' Θεσσ., δ' 13-14). Πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί που θλίβονται για τον θάνατο τωνδικών τους, είναι πράγματι αυτοί που δεν έχουν ελπίδα.

            Επομένως, εμείς που ζούμε με την ελπίδα και πιστεύομε στονεμείς που έχομε την πεποίθηση ότι ο Χριστός υπέφερε για εμάς και ανέστη, που έχομε αναγεννηθή δι' Αυτού καιεν Αυτώ, γιατί θλιβόμεθα τόσο με την εκδημία των δικών μας, σαν να ήσαν χαμένοι δια παντός, αφού ο ίδιος οο Κύριός μας, μας ενισχύει με αυτούς τους λόγους: «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή ...; ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται ...; και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιω. ια΄, 25-26). Εάν, λοιπόν, πιστεύομε στον Ιησού Χριστό, εάν έχομε εμπιστοσύνη στους λόγους και στις υποσχέσεις Του, δεν θα    πεθάνοuμε ποτέ.

            Ας μην λησμονούμε ότι ο θάνατος δεν είναι μία τελική έξοδος, αλλά ένα πέρασμα, μια πρόσκαιρη πορεία προς την αιωνιότητα. Ποιος δεν θα βιαζόταν να φθάση σε μία ζωή καλύτερη; Ποιος δεν θα ήταν ανυπόμονος να αλλάξηνα μεταμορφωθή κατ' εικόνα Χριστού και να πλησιάση το ταχύτερον στην ουράνια ευγένεια και δόξα, όπως τοο απ. Παύλος: «Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον ΙησούνΧριστόν, ος μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης Αυτού» (Φιλ. γ΄, 20). 

            Όπως μαρτυρεί το βιβλίο της Γενέσεως, ο Ενώχ αρπάχθηκε από την ζωή, αυτός που είχε την εύνοια του Θεού: «Ευηρέστησεν Ενώχ τω Θεώ, και ουχ ευρίσκετο, ότι μετέθηκεν αυτόν ο Θεός» (Γεν. ε΄, 24). Δια μέσου τουΣολομώντος, το άγιον Πνεύμα μας διδάσκει ομοίως ότι, αυτοί που ευαρεστούν στον Θεό, καλούνται πρόωρα από τηνκαι ελευθερώνονται γρηγορώτερα από τον κόσμο ...; από φόβο μήπως, η πολύ μεγάλη παραμονή στην γη, συμβή ναφθείρη: «Ηρπάγη, μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού. Αρεστή γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτού ...; δια τούτο έσπευσεν εκΣοφ. Σολ. ιδ΄, 11-14)  

            Ευρίσκομε ακόμη μέσα στους Ψαλμούς το παράδειγμα του Δαυίδ, μιας ψυχής αφοσιωμένης στον Θεό με τηνπίστη την πνευματική, που σπεύδει με βιασύνη προς τον Κύριο: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου» (Ψαλμ. πγ΄, 2).

            Είναι ίδιον εκείνου που ο κόσμος γοητεύει, που αφήνεται να πλανηθή από τα απατηλά θέλγητρα του κόσμου, ναεπιθυμεί να παραμείνει επί μακρόν στην ζωή. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, όμως, μας υποχρεώνει ζωηρά να μηπροσηλωνόμεθα στον κόσμο, υπακούοντες στις σαρκικές επιθυμίες μας, και μας παροτρύνει με αυτούς τους λόγους: «Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω ...; εάν τις αγαπά τον κόσμον, ουκ έστιν η αγάπη του Πατρός εν αυτώ ...; ότι παν το εν τω κόσμω, η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου, ουκ έστινεκ του Πατρός, αλλ' εκ του κόσμου εστί. Και ο κόσμος παράγεται (παρέρχεται) και η επιθυμία αυτού ...; ο δε ποιών τοτου Θεού μένει εις τον αιώνα» (Α΄ Ιω. β΄, 15-17).  

aiakos_D003387we.jpg

            Ας είμεθα μάλλον έτοιμοι να υπακούσωμε στις βουλές του Θεού, ισχυροί με μια ψυχή ευθεία και ειλικρινή, μεμια πίστη ακλόνητη και ένα θάρρος σταθερό, και ας μη θλιβώμεθα από τον θάνατο αυτών που μας είναι αγαπητοί. ότανσημάνει η ώρα, να καλέσει και εμάς ο Θεός, ας βαδίσωμε προς Αυτόν χωρίς δισταγμό, χωρίς βαρυθυμία.

            Αν οι δούλοι του Θεού όφειλαν, σε κάθε εποχή, να συμμορφώνονται με αυτόν τον κανόνα, η τήρησίς του τώρα έχει γίνει μία αναγκαιότητα. Ο κόσμος, πράγματι, επιταχύνει τον όλεθρό του και βρίσκεται πολιορκημένος από πλήθοςσυμφορών που τον φθείρουν, εις τρόπον ώστε εμείς που έχομε συνείδηση των κακών, που τον έχουν ήδη προσβάλλει σφοδρώς και που γνωρίζομε ότι γεγονότα ακόμη βαρύτερα τον απειλούν, συμπεραίνομε χωρίς κόπο ότι, το μεγαλύτερο συμφέρον για εμάς τους Χριστιανούς είναι να αποσυρθούμε, το γρηγορώτερον, από την γη εδώ.

            Και δεν πρέπει, αγαπητοί αδελφοί μου, να λησμονούμε ότι, έχομε ήδη αποχωρισθεί από τον κόσμο και ζούμεεδώ κάτω «ως πάροικοι και παρεπίδημοι» - σαν ξένοι και περαστικοί - (Α΄ Πέτρ. β΄, 11), σαν ταξιδιώτες. Ευλογημένη ηημέρα, που έχει ορίσει στον καθένα την πραγματική του κατοικία και που, αφού μας αποσπάσει από αυτόν τον κόσμο και μας απαλλάξει από τα δεσμά του, μας μεταφέρει στον Παράδεισο και στην Βασιλεία των Ουρανών. Τι γλυκύτητα ναπεθαίνεις χωρίς φόβο! Τι μακαριότητα βαθειά και ατελείωτη, να ζεις μέσα στην αιωνιότητα!

            Ποιος είναι αυτός που δεν θα έσπευδε να ξαναφθάσει στην πατρίδα του, μετά από ένα διάστημα παραμονήςστην ξενιτιά; Πατρίδα μας είναι ο παράδεισος και εξ αρχής είχαμε τους Πατριάρχες για πατέρες. Γιατί, λοιπόν, δενν' αντικρύσωμε την πατρίδα μας; σπεύδομε

            Εκεί ευρίσκεται ο ένδοξος χορός των Αποστόλων, η ζωογόνος πληθύς των Προφητών, η αναρίθμητη στρατιά των Μαρτύρων, στεφανωμένων για τα κατορθώματά τους ενάντια στον εχθρό και τον πόνο, απολαμβάνοντες εκεί τονΕκεί ακτινοβολούν οι παρθένοι, που υπεδούλωσαν με αξιέπαινες προσπάθειες την φιληδονία της σαρκός. Εκεί, τέλος, ανταμοίβονται οι άνθρωποι που επέδειξαν ευσπλαχνία και οίκτο, που πολλαπλασίασαν τις ελεήμονεςσαν βοηθοί, στις ανάγκες των πτωχών και, πιστοί στα παραγγέλματα του Κυρίου, κατάφεραν να ανυψωθούν από τα γήινα αγαθά στους θησαυρούς τους ουράνιους.  

            Ας βιαστούμε λοιπόν, να τους συναντήσωμε και να παρουσιασθούμε ενώπιον του Κυρίου, και οας διαγνώσει τον πόθο της πίστεως και της ψυχής μας ...; Αυτός, ο Οποίος απονέμει τηνύψιστη ανταμοιβή της δόξης Του σε αυτούς, που τον έχουν ποθήσει με την πιο μεγάλη θέρμη της καρδιάς.

Περί κατανύξεως γ΄


Ο μακάριος Θεόφιλος, ο αρχιεπίσκοπος, έλεγε: 
“Πόσο μεγάλο φόβο και τρόμο και δυσκολία έχουμε να αντικρίσουμε, την ώρα που η ψυχή χωρίζεται από το σώμα! Τότε μας πλησιάζει στρατιά και δύναμη των αντίθετων δυνάμεων, οι άρχοντες του σκότους, οι κυρίαρχοι της πονηρίας και αρχές και εξουσίες, τα πονηρά δηλαδή πνεύματα, και κρατούν την ψυχή σαν σε κάποια δίκη, παρουσιάζοντας ενώπιόν της όλα τα αμαρτήματα, που είτε με επίγνωση είτε από άγνοια έκανε, από τη νεαρή ηλικία μέχρι την ώραπου στα ξαφνικά την κατέλαβαν. Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν για όλα, όσα έκανε. Λοιπόν, ποιόν τρόμο νομίζεις ότι αισθάνεται εκείνη την ώρα, έως ότου βγει η απόφαση και ελευθερωθεί απ΄ αυτά; Αυτή είναι η κρίσιμη ώρα για την ψυχή, μέχρι να δει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα γι αυτήν. 
Επίσης και οι θείες δυνάμεις στέκονται ακριβώς απέναντι στις αντίθετες και με τη σειρά τους παρουσιάζουν τα καλά της έργα. 
Σκέψου λοιπόν, η ψυχή μες στη μέση με τι φόβο και τρόμο στέκεται, έως ότου βγει η απόφαση της δίκης της από τον δίκαιο Κριτή, και αν είναι άξια, οι πρώτοι διώχνονται επιτιμητικά και την ψυχή την
αρπάζουν οι Θείες δυνάμεις από τα χέρια των δαιμόνων και στο εξής κατοικεί αμέριμνη, σύμφωνα μ΄ αυτό που έχει γραφεί: “Όλοι όσοι θα κατοικούν σε σένα θα ευφραίνονται”. 
Έτσι εκπληρώνεται και άλλος λόγος της Γραφής, “Έφυγε μακριά τους κάθε πόνος, λύπη και στεναγμός”. 
Τότε ελευθερωμένη πια προχωρεί σ΄ εκείνη την απερίγραπτη χαρά και δόξα, στην οποία και θα εγκατασταθεί. 
Εάν όμως βρεθεί να έχει ζήσει με αμέλεια, ακούει τη φοβερότατη φωνή: “Να απομακρυνθεί ο ασεβής, για να μη δει τη δόξα του Κυρίου”. 
Τότε την ψυχή αυτή την περιμένει ημέρα οργής, ημέρα θλίψης και ανάγκης, το σκοτάδι και η μαυρίλα. Αφού παραδοθεί στην κόλαση και στην αιώνια φωτιά, θα είναι καταδικασμένη να τιμωρείται στους απέραντους αιώνες. Τότε πού είναι η καύχηση του κόσμου, πού η κενοδοξία, πού η καλοπέραση και η απόλαυση, πού η επίδειξη, πού η ανάπαυση, πού τα μεγάλα λόγια, πού τα χρήματα και η υψηλή καταγωγή, πού ο πατέρας, πού η μητέρα, πού οι αδελφοί; Ποιος από αυτούς θα μπορέσει να γλιτώσει αυτήν την ψυχή, που θα την καίει η φωτιά και πικρά βάσανα θα την κατέχουν; 
Αφού αυτά έτσι έχουν, τι λογής πρέπει να είναι η δική μας ζωή με άγια αναστροφή και με κάθε ευλάβεια προς τον Θεό; 
Τι αγάπη έχουμε χρέος να αποκτήσουμε, τι λογής συμπεριφορά, τι τρόπο ζωής, τι λογής πορεία; 
Ποια ακρίβεια στην κάθε μας ενέργεια, τι λογής πρέπει να΄ ναι η προσευχή μας, πόση βεβαιότητα να έχουμε; Αυτά λοιπόν αφού τα περιμένουμε να συμβούν, ας φροντίσουμε να μας βρει ο Κύριος ακηλίδωτους και άμεμπτους, με ειρήνη, για να αξιωθούμε να τον ακούσουμε να λέει: “Ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου και κληρονομήστε τη βασιλεία, που έχει ετοιμασθεί για σας από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος”. 

* * * * 

Είπε ο αββάς Ιακώβ: 
“Όπως ακριβώς σ΄ ένα σκοτεινό θάλαμο, όταν μπει ένα λυχνάρι, τον φωτίζει, έτσι και ο φόβος του Θεού, εάν έλθει στην καρδιά του ανθρώπου, τη φωτίζει και της διδάσκει όλες τις αρετές και τις εντολές του Θεού”. 

* * * * 

Είπε ο αββάς Λογγίνος: 
- “Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, 
- η αγρυπνία καθαρίζει τον νου, 
- η ησυχία φέρνει το πένθος, 
- το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον απαλλάσσει από την αμαρτία”. 

* * * * 

Ο αββάς Λογγίνος είχε μεγάλη κατάνυξη την ώρα της προσευχής και της ψαλμωδίας του, και μια φορά του λέει ένας μαθητής του: “Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, να κλαίει ο μοναχός, όταν κάνει την ακολουθία του; ” 
Και ο Γέροντας του απαντά: 
“Ναι, παιδί μου, αυτός είναι ο κανόνας, που επιζητεί ο Θεός. Βέβαια ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά να χαίρεται και να ευφραίνεται και να τον δοξάζει, όπως οι άγγελοι, με την καθαρή και αναμάρτητη ζωή του. 
Όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία και γι αυτό είναι ανάγκη να κλαίει, ενώ όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν έχει θέση το κλάμα”.


Πνευματικές δοκιμασίες (Σωφρονίου Σαχάρωφ)


 Η οδός του χριστιανού σε γενικές γραμμές είναι τέτοιας λογής.

Στην αρχή ο άνθρωπος προσελκύεται από το Θεό με τη δωρεά τής χάρης, κι όταν έχει πια προσελκυσθεί, τότε αρχίζει μακρά περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου και η εμπιστοσύνη του στο Θεό, και δοκιμάζεται «σκληρά». 

Στην αρχή οι αιτήσεις προς το Θεό, μικρές και μεγάλες, ακόμη και οι παρακλήσεις πού μόλις εκφράζονται, εκπληρώνονται συνήθως με γρήγορο και θαυμαστό τρόπο από το Θεό. 

Όταν όμως έλθει η περίοδος της δοκιμασίας, τότε όλα αλλάζουν και σαν να κλείνεται ο ουρανός και να γίνεται κουφός σ' όλες τις δεήσεις. 
Ο Θεός εγκαταλείπει τον άνθρωπο;... Είναι δυνατό αυτό;...

Κι εν τούτοις στη θέση του βιώματος της εγγύτητας του Θεού έρχεται στην ψυχή το αίσθημα πώς Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακριά, πέρα από τους αστρικούς κόσμους κι όλες οι επικλήσεις προς Αυτόν χάνονται αβοήθητες στο αχανές του κοσμικού διαστήματος. Ή ψυχή εντείνει εσωτερικά την κραυγή της προς Αυτόν, αλλά δεν βλέπει ακόμα ούτε βοήθεια ΟΥΤΕ προσοχή. Όλα τότε γίνονται φορτικά. 

Όλα κατορθώνονται με δυσανάλογα μεγάλο κόπο. Ή ζωή γεμίζει από μόχθους κι αναδεύει μέσα στον άνθρωπο το αίσθημα πώς βαραίνει πάνω του ή κατάρα και ή οργή του Θεού. 

Όταν όμως περάσουν αυτές οι δοκιμασίες, τότε θα δει πώς η θαυμαστή πρόνοια του Θεού τον φύλαγε προσεκτικά σ' όλες τις πτυχές της ζωής του. 

Χιλιόχρονη πείρα, πού παραδίνεται από γενιά σε γενιά, λέει πώς, όταν ο Θεός δει την πίστη της ψυχής του αγωνιστή γι'; Αυτόν, όπως είδε την πίστη του Ιώβ, τότε τον οδηγεί σε αβύσσους και ύψη πού είναι απρόσιτα σ' άλλους. 

Όσο πληρέστερη και ισχυρότερη είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο θεό, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το μέτρο της δοκιμασίας και η πληρότητα της πείρας, πού μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βαθμό. 

Τότε γίνεται ολοφάνερο πώς έφτασε στα όρια, πού δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος.