«Το Σαββατόβραδο, ώρα 5, ηχτυπάγανε οι καμπάνες τση Άγια Φωτεινής για τον εσπερινό. Το μαρμαρένιο καμπαναριό τση -αριστούργημα αρχιτεκτονικό- ήπαιρνε ένα χρώμα χρυσορόδινο, το χρώμα της εσπερινής Ιωνίας.
Οι καμπάνες εξαπολύανε ρυθμικά τους ήχους των απάνω από την πολιτεία για να τση θυμίσουνε ότι ο Χριστός αγρυπνούσε. Τα χελιδόνια πετάγανε γύρω από το καμπαναριό χαρούμενα, σπαθίζοντας τον αέρα με τα φτερά τους και χαλάγανε τον κόσμο τιτιβίζοντας. Στο άκουσμα των ήχων των κωδώνων της Άγια Φωτεινής ούλοι οι Χριστανοί της Σμύρνης ανασηκωνούντοσντε και κάνανε τον σταυρό τους ευλαβικά. Οι γυναίκες ηβάζανε καρβουνάκια και λιβάνι στο θυμίαμά τους, θυμιάζανε όλο το σπίτι τους και βγαίνανε μέχρι τον δρόμο θυμιατίζοντας: «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου».
Ούλες οι γειτονιές μυρίζανε λιβάνι κι ευφραινότανε η ψυχή μας.
Η Μητρόπολη των ορθοδόξων, η Άγια Φωτεινή, ήτανε παλιά εκκλησιά διακόσων χρόνων και βάλε. Ήτανε χαμηλή όπως όλες οι εκκλησιές των Χριστιανών τα παλιά χρόνια, για να μην προκαλούνε τον φανατισμό των Τούρκων. Μετά την επανάσταση, που η σκλαβιά των ραγιάδων της Τουρκίας αλάφρωσε λιγάκι, αρχινήσανε να χτίζουνε μεγάλες εκκλησιές με τρούλους και να εξακοντίζουνε προς τον ουρανό ψηλά καμπαναριά. Χαμηλή λοιπόν και στοργική ήτανε η Άγια Φωτεινή σα ν’ αγκάλιαζε μέσα τση αγγελικές φτερούγες της τους φοβισμένους Χριστιανούς.
Βρισκότανε μέσα σε μεγάλον αυλόγυρο και στα μέσα του 19ου αιώνα -το 1856- ο Σμυρνιός αρχιτέκτονας Λάτρης έχτισε το περίλαμπρο μαρμάρινο καμπαναριό, 30 μέτρα ύψος, το οποίο κυριαρχούσε σ’ όλην την πολιτεία. Ο ίδιος έχτισε και την εκκλησιά της Παναγιάς στην Τήνο. Οι χτύποι του ρολογιού του ήτανε ο παλμός της Χριστιανικής Σμύρνης.
Τις μεγάλες καμπάνες του τις δωρίσανε Ρώσοι μεγάλοι δούκες. Στον ίδιο αυλόγυρο ήτανε και το Μητροπολιτικό Μέγαρο. Καρσί από την δυτική θύρα τση εκκλησιάς βρισκότανε ο βερχανές του Ελληνικού Προξενείου. Πίσω από το Μητροπολιτικό Μέγαρο ήτανε το Μεγάλο Σχολειό, η περιώνυμος Ευαγγελική Σχολή – ο τηλαυγής φάρος της Ανατολής. …»
«Μνήμη Σμύρνης» του ζωγράφου Ν. Καρτσωνάκη-Νάκη, που είδε το φως της δημοσιότητας στο καλό περιοδικό γραμμάτων και Τεχνών «Επιθεώρηση Τέχνης», το έτος 1965.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου